Skip to main content

Η τραγωδία του 1922 και η λογοτεχνική κριτική του Βασιλείου Λαούρδα


Απόσπασμα ομιλίας του Σ. Α. Γεωργίου στην Εθνική Εταιρεία των Ελλήνων Λογοτεχνών τον Ιανουάριο του 2023.

Τα ιστορικά γεγονότα μνημονεύονται γιατί λειτουργούν - με τα νοούμενα και με τα συμφραζόμενά τους - και ως εφαλτήριο για γόνιμο στοχασμό. Στο πλαίσιο αυτό κι έχοντας ως αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την Μικρασιατική Καταστροφή  είναι αξιοσημείωτη η μνεία στην κριτική του Βασιλείου Σπ. Λαούρδα (1912-1971)* για λογοτεχνικά έργα που συνδέονται με την Τραγωδία του 1922. 

Η προσέγγιση του θέματος απαιτεί καταρχήν την αναφορά μας - δίκην επεξήγησης - στην “Μεγάλη Ιδέα” η οποία αποτελούσε τον πυρήνα του εγχειρήματος της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Μας παραδίδει, για την “Μεγάλη Ιδέα”, ο αείμνηστος Νίκος Γ. Σβορώνος: «Σε μια εποχή ταραγμένη απ’ τα εθνικά κινήματα όλων των ευρωπαϊκών λαών, η απελευθέρωση (εννοείται με την επανάσταση του 1821) μιας μικρής γωνιάς της ελληνικής γης δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τους εθνικούς πόθους του ελληνικού λαού. Έτσι ήταν φυσικό ότι η ανάκτηση των επαρχιών που κατοικούνταν από Έλληνες κι είχαν μείνει έξω απ’ το ελληνικό βασίλειο αποτέλεσε την κυρίαρχη ιδέα της ελληνικής εξωτερικής

πολιτικής. Καθώς όμως ήταν δύσκολο να προσδιοριστούν τα σύνορα του Ελληνισμού και να μετριαστούν οι εθνικές φιλοδοξίες ενός νεαρού κράτους, η ιδέα της εθνικής απελευθέρωσης έγινε συνώνυμη με την Ανάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Πρόκειται για τη “Μεγάλη Ιδέα” που έμελλε να κυριαρχήσει για πολύ στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας.»Βέβαια πολλά χαρακτηριστικά της “Μεγάλης Ιδέας” κυοφορούνταν πριν από τον Αγώνα κι όπως γνωρίζουμε κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας οι θρύλοι της Πόλης υπενθύμιζαν το καθήκον της εθνικής αποκατάστασης στα όρια της παλιάς βυζαντινής αυτοκρατορίας.

«Ο Βασίλειος Σπ. Λαούρδας γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου 1912 στον Πειραιά. Είχε άλλα τρία αδέλφια (δύο αγόρια και ένα κορίτσι), ενώ ορφάνεψε σε μικρή ηλικία από πατέρα. Το 1936 αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στο διάστημα 1937-1947 δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση (Λύκεια Αθηνών, Πειραιά, Ηρακλείου Κρήτης στο Ιδιωτικό Λύκειο ο Κοραής). Το 1948 έλαβε υποτροφία από το Βρετανικό Συμβούλιο και πραγματοποίησε ανώτερες σπουδές στο Κολλέγιο Exeter της Οξφόρδης. Το 1949 πήγε στις ΗΠΑ και παρακολούθησε σεμινάριο του καθηγητή Βέρνερ Γιαίγκερ. Το 1950 με 1953 εργάστηκε στο Ινστιτούτο Βυζαντινών Σπουδών στο Dumbarton Oaks Δεν ακολούθησε ακαδημαϊκή σταδιοδρομία. Το 1953 ο Στίλπων Κυριακίδης απηύθυνε πρόσκληση στον Λαούρδα να αναλάβει τη διεύθυνση του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου και δέχθηκε το 1954 μέχρι τον θάνατό του. 

Το 1961-1962 ήταν επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Buffalo των ΗΠΑ. Το 1966-1967 εργάστηκε στο Ινστιτούτο Ανθρωπιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Ουισκόνσιν ως επισκέπτης καθηγητής στην έδρα R. Johnson. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Αθηνά, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, Byzantinische Zeitschrift,  Ορθοδοξία, Μακεδονικά, Balkan Studies, Κρητικά Χρονικά. Πέθανε στις 19 Μαρτίου 1971. 

Το 1965 του απονεμήθηκε το παράσημο του Φοίνικος για τη δράση του στο Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου. Ήταν νυμφευμένος με τη Λουΐζα Συνδίκα. Το 1975, εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη ένας τόμος 645 σελίδων, με τίτλο «Essays in Memory of Basil Laourdas / Μελετήματα στη μνήμη του Βασιλείου Λαούρδα» που ήταν μια συλλογή από άρθρα 44 ιστορικών από όλο τον κόσμο.» [https://el.wikipedia.org / Ιανουάριος 2022]

Η “Μεγάλη Ιδέα” εκπτύσσεται και στον χώρο των γραμμάτων μέσω της πολυειδούς πρόσληψής της από λογοτέχνες μας. «Ολόκληρος ο δέκατος ένατος αιώνας δεσπόζεται από την Μεγάλη Ιδέα. Στον Κάλβο υπάρχει η Ελλάδα αιμάσσουσα∙ στον Σολωμό υπάρχει η συνείδηση του υπέρτατου χρέους, που παίρνει μεταφυσικές διαστάσεις∙ η τραγική ουσία της ιστορικής στιγμής. Ακόμη και ο Βαλαωρίτης, μη λησμονώντας τις ρίζες του, βρίσκεται ολόκληρος μέσα στους καημούς του δουλωμένου Γένους. […] Οι στιχουργοί της φαναριώτικης και της παλιάς αθηναϊκής σχολής - κι ακόμη ο παραπέρα, ως ιδιότυπη παρουσία, τοποθετημένος Βιζυηνός - εμπνέονται ολόισια από τη Μεγάλη Ιδέα2

Ο  Κωστής Παλαμάς  «επιδίωξε την αναγέννηση του εθνικού πνεύματος∙ αν και ποτέ δεν εγκατέλειψε την Αθήνα ως μεγαλοϊδεάτης έχει επίμονα περιγράψει και φέρνει μέσα του όλες τις περιοχές του ελληνικού κόσμου και ιδίως την Κωνσταντινούπολη, η οποία εκφράζει αμιγέστερα τους πόνους, τα μεγαλεία και τις πτώσεις της φυλής.»Αναλόγως εκφράζεται: «και ο Σικελιανός στο νικητήριο ποίημα των Βαλκανικών πολέμων που έχει τον τίτλο “Δέηση“ και τελειώνει ως εξής: Κατέβα, Δίκαιε ! Σάλεψε στην Πόλη !  /  Κάμε ν’ ακούσουμε, ν’ ακούσουμε όλοι,  /  Και της Αγια - Σοφιάς σου την καμπάνα !»4

Η “Μεγάλη Ιδέα” όμως δεν ολοκληρώθηκε κι εντέλει εγκαταλείφθηκε μετά την καταστροφή – την τραγική έκβαση της  Μικρασιατικής Εκστρατείας. Και η  Μικρασιατική Καταστροφή - μας λέγει ο Ι. Κ. Μαζαράκης Αινιάν (1869-1949) - «υπήρξε η μεγαλύτερη εθνική συμφορά στην ιστορία του Νεότερου Ελληνισμού. Η κατάρρευση του μετώπου και η διάλυση της Στρατιάς Μικράς Ασίας. Η πυρπόληση της Σμύρνης. Οι σφαγές και οι λεηλασίες στις πόλεις και χωριά. Οι μαρτυρικές πορείες των αιχμαλώτων και ομήρων προς το εσωτερικό και η εξόντωση χιλιάδων Ελλήνων και Αρμενίων. Η εκδίωξη τέλος των υπολοίπων, με μια λέξη το ξερίζωμα του Ελληνισμού από τις προαιώνιες εστίες του στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη, ήταν η επισφράγιση της καταστροφής.»

 

 

*

Σε συγκλονιστικές ιστορικές στιγμές, σημειώνει ο Roderick Beaton: «ξαναζωντανεύει η επιθυμία να διατηρηθούν οι προσωπικές μνήμες από γεγονότα, που σημάδεψαν το έθνος, και να κληροδοτηθούν στις επόμενες γενιές. (Έτσι έγινε) Στα χρόνια που επήλθαν μόλις μετά τα τραγικά γεγονότα της περιόδου 1912-1922 - (και) η διατήρηση τέτοιων μαρτυριών περιήλθε στην αποκλειστική δικαιοδοσία των λογοτεχνών.»6

Οι λογοτέχνες των οποίων τα έργα εκτυλίσσονται σε αυτό το πλαίσιο αναφοράς απαρτίζουν τις ονομαζόμενες “γενεές του μεσοπολέμου”∙ “λογοτεχνικές γενεές” στις οποίες περιλαμβάνονται νέοι συγγραφείς, ποιητές, πεζογράφοι, που έδρασαν εκείνη την περίοδο. Οι εν λόγω λογοτέχνες θα μπορούσαν να διακριθούν, ορισμένως, σε τρείς ομάδες. Σε εκείνους που συγκρότησαν την “Αιολική Σχολή” (Στρατής Μυριβήλης, Στρατής Δούκας, Φώτης Κόντογλου, Ηλίας Βενέζης) και επικοινώνησαν με το έργο τους τις οδυνηρές εμπειρίες του ξεριζωμού / της γενοκτονίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού το 1922∙ σε όσους κινήθηκαν στα όρια της “Ρεαλιστικής / Αστικής πεζογραφίας” και του “Ιστορικού μυθιστορήματος” (λ.χ. Γιώργος Θεοτοκάς, Κοσμάς Πολίτης, Ά. Τερζάκης, Μ. Καραγάτσης, Λ. Νάκου, Θ. Καστανάκης, Τ. Σταύρου, Θ. Πετσάλης -Διομήδης)∙ και σε αυτούς (λ.χ. Στέλιος Ξεφλούδας, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Γεώργιος Δέλιος) που αποτέλεσαν τη “Σχολή της Θεσσαλονίκης” και μέσω του περιοδικού τους “Μακεδονικές Ημέρες” επιδίωκαν με τα έργα τους να αποτυπώσουν αποχρώσεις εσωτερικών πειραματισμών - ορμώμενοι από τις μοντέρνες εξελίξεις της λογοτεχνικής γραφής. 

Σε αυτήν λοιπόν την ιστορική περίοδο όπου παρατηρείται: «κλονισμός της παράδοσης και των ισχυόντων αξιών αλλά και βαθιά διείσδυση στην ψυχική περιοχή»7 ταράζει έντονα τα πνευματικά ύδατα, με την πολυειδή κριτική του, ο Βασίλειος Λαούρδας. Και καθώς συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από τον πρόωρο θάνατο του (1971) αξίζει να αναφερθούν, memoriae gratia,  οι απόψεις του για τα πράγματα  - όπως αυτές διατυπώθηκαν σε κείμενά του στη δεκαπενθήμερη λογοτεχνική έκδοση ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ.

Πρωτίστως βέβαια είναι απαραίτητο να δειχθεί η θέση του Β. Λαούρδα για την  Μικρασιατική Εκστρατεία και την Τραγωδία του 1922. Αντιγράφουμε λοιπόν, επιλεκτικά, από το κείμενό του με τίτλο ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ: «Τα αίτια της Μικρασιατικής εκστρατείας είναι σύνθεση από πολλά και φαινομενικά αντιμαχόμενα στοιχεία. Το μεγαλύτερο και πιο πολύτιμο ανάμεσά τους  στάθηκε η Μεγάλη Ιδέα, το αίτημα του Νεοελληνισμού να κλείσει μέσα στην καινούργια κρατική μορφή του όλους τους υποδουλωμένους στον Τούρκο αδελφούς, επανιδρύοντας πάνω στα θεμέλια της κλασσικής Ελλάδας την αυτοκρατορία του Βυζαντίου. Από τη δεοντολογία όμως ως την πραγματοποίηση υπάρχει κάποτε χάσμα. Και το χάσμα τούτο ανοίγει αγεφύρωτο, όταν ανάμεσα στα αιτήματα ενός λαού και στην πραγμάτωσή τους παρεμβάλλονται όχι μονάχα οι αδυναμίες του ίδιου αυτού λαού, αλλά και οι δυνάμεις των φίλων του. Όπως και να ‘ναι ο Ελληνισμός έχασε τις εστίες που κρατούσε αναμμένες τρείς χιλιάδες χρόνια στα Μικρασιατικά παράλια και μαζί τους έχασε τον μόνο άξιο προσανατολισμό της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής του.»8

Ο Β. Λαούρδας  επισημαίνει  (με οδύνη) ότι “ο Ελληνισμός έχασε μαζί με τα Μικρασιατικά παράλια και τον μόνο άξιο προσανατολισμό της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής του”. Στην πρόταση τούτη αναδεικνύεται ο ελληνοκεντρικός του χαρακτήρας που σημαίνεται από την βαθύτατη πίστη  του σε ιδανικά. Για τον Β. Λαούρδα τα ιδανικά είναι (και θα πρέπει να είναι) ο σταθερός κι αέναος οδηγός μας στη ζωή επειδή η Ιδέα καταξιώνει την ύλη. Συνεπώς η Ιδέα αξίζει να παραμένει ζώσα εντός μας κι αυτό δεν μπορεί παρά να αντηχεί σε κάθε έκφανση της πνευματικής δημιουργίας - και πρωτίστως στη λογοτεχνία. 

Έχοντας λοιπόν ως βασικό γνώμονα τις συγκεκριμένες θέσεις ο Β. Λαούρδας στηλιτεύει πεζογραφήματα των “γενεών του μεσοπολέμου” (για την Τραγωδία του 1922) στο βαθμό που απουσιάζει από αυτά το ηρωικό - το ρωμαλέο - το φωτεινό.

Γράφει - μεταξύ άλλων - στο κείμενο  ΝΕΟΙ ΤΟΥ 1944: «Η γενεά του 1920 – 1940 βγήκε και αυτή από τη φωτιά του πολέμου∙ ενώ όμως έκλεινε μέσα της τους Βαλκανικούς πολέμους, την πρώτη φάση του Παγκόσμιου Πολέμου, τη Ρωσική Επανάσταση και τη Μικρασιατική Καταστροφή, ενώ είχε τη δυνατότητα να κλείσει μέσα στην ψυχή της συγκλονιστικές πνευματικές και πολιτικές κατακτήσεις, φυτοζώησε και φυτοζωεί στα περιθώρια του πνεύματος. Ειπώθηκε πως η λογοτεχνία των είκοσι περασμένων χρόνων δεν έκλεισε μέσα της αποκλειστικά την Ελλάδα, γιατί ζήτησε να ανυψωθεί στο επίπεδο των περίφημων ευρωπαϊκών “ανησυχιών” του μεσοπολέμου. (Ωστόσο) Το “νέο πνεύμα” που έφεραν στον τόπο μας οι λογοτέχνες του μεσοπολέμου, όπως και η περίφημη ανησυχία τους, ήταν πνεύμα παρακμής.»9  

Η Μικρασιατική Καταστροφή, στο στοχαστικό σύμπαν του Β. Λαούρδα, είναι πληγή χαίνουσα στο σώμα του Ελληνισμού· είναι συνταρακτικό γεγονός κι ενίσταται σφοδρά στο ότι  “η γενεά του 1920 - 1940” επιδίωξε - σε τόσο κρίσιμες και οδυνηρές ιστορικές περιόδους - να εντρυφήσει στο πεδίο “των περίφημων ευρωπαϊκών ανησυχιών του μεσοπολέμου”

«Το έργο του λόγου (γράφει) αν είναι να σταθεί ομόζυγο με την εποχή - αν είναι να έχει κάποια σημασία περισσότερη από τις οικονομικές παροχές και τη διαβατική φήμη που εξασφάλιζε ως τώρα στους δουλευτές του, πρέπει να αρθεί στην επικότητα των χρόνων (του).»10 

Τον Β. Λαούρδα τον απασχολεί, εντονότατα, το παιδευτικό μήνυμα του λογοτεχνικού έργου & η διαχρονική αξία του και γι’ αυτό  διαφωνεί ριζικά με οτιδήποτε αμαυρώνει αυτή τη διττή στόχευση. Η γραφή του νοούμενη ως συνειδητή αποτίμηση της λογοτεχνίας με ελληνοκεντρικά & ιδεαλιστικά  κριτήρια δεν έχει βέβαια “χαρακτήρα πολεμικής” αλλά ο Β. Λαούρδας δεν είναι ένας φειδωλός κριτικός. Εστιάζει λοιπόν ιδιαιτέρως σε λογοτεχνικά έργα που αφορούν στην Τραγωδία του 1922 - η οποία δεν αποτέλεσε πρωταρχική πηγή έμπνευσης για (Ελλαδίτες) λογοτέχνες του μεσοπολέμου, όπως έχει σημειωθεί, αλλά μόνο για όσους (Μικρασιάτες)  “σημαδεύτηκαν” από τα τρομερά γεγονότα εκείνης της περιόδου ( Α. Μολυβιάτη, Ηλ. Βενέζης, Σ. Δούκας, Δ. Σωτηρίου, Ιφ. Χρυσοχόου] - και εκπτύσσει με  αιχμηρότατο ύφος τις παρατηρήσεις του. 

Σε κριτικό κείμενό του για το βιβλίο του Ηλία Βενέζη “Αιολική Γη” γράφει: «Όταν, ύστερα από τρεις χιλιάδες χρόνια ιστορικής παρουσίας, ξεριζώνεται με τον πιο άγριο τρόπο ένας λαός από τα χώματά του, η μόνη άξια πράξη του πνευματικού ανθρώπου που έζησε στη γη εκείνη και πόνεσε τον πόνο της καταστροφής είναι να υψώσει αθάνατο μνημείο, στις ψυχές των μεταγενέστερων, αξίες της Γης του. Η γη της Αιολίδας θα μπορούσε να γίνει επικό μυθιστόρημα∙ στα χέρια όμως του κ. Βενέζη έγινε λυρικό πεζογράφημα – γιατί ο συγγραφέας της δεν μπορεί να ιδεί τον κόσμο στη μόνη ουσιαστική του μορφή, σαν μορφοποιημένη Ιδέα.[…] Διαβάζοντας την “Αιολική Γη” αισθάνεσαι μια άπειρη και ναρκωτική γλυκερότητα. Αλλά αυτό βέβαια δεν είναι λυρισμός, δεν είναι ο σκοπός ενός λυρικού έργου, για να μη λογαριάσουμε πως δεν πρέπει και δεν μπορεί να είναι ο σκοπός ενός έργου που μιλάει για την Αιολίδα […] Τι πιο αναγκαίο από το να γύριζε ο συγγραφέας της “Αιολικής Γης” προς τη γη του και να μας την αποκάλυπτε με τον Λόγο του, ή έστω να γύριζε και να τη νοσταλγούσε, όχι όμως σαν κάτι αποκλειστικά δικό του, που δεν θα ενδιέφερε τους άλλους, αλλά σαν σύνολο ηθικών αξιών; […] Ο Βενέζης (γράφει ο Β. Λαούρδας) είναι ένας ηττοπαθής (και)  κίνητρο της ιστορίας (γι’ αυτόν) είναι η Μοίρα. Στο έργο του Βενέζη θέλετε παράδειγμα παλληκαριάς; Όταν εισβάλουν στο κτήμα του Γιαννακό - Μπιμπέλα δεκαπέντε Τούρκοι Τσέτες, οι γυναίκες μένουν έξω στην αυλή, οι άντρες κλείνονται στους οντάδες και δέχονται έπειτα τους ληστές μισοκακόμοιροι και τρομοκρατημένοι.»11 

Όπως αναφέρθηκε ο Β. Λαούρδας δεν ασκεί την κριτική του με όρους “πολεμικής”. Και βεβαίως δεν αρνείται την ευρωπαϊκή πολιτιστική κίνηση, ούτε εναντιώνεται στις αλληλεπιδράσεις. «Την Ευρώπη πρέπει να την γνωρίσουμε - τονίζει ο ίδιος. Η θητεία μας όμως στο πνεύμα της (σημειώνει) δεν έχει να μας δώσει τίποτε άλλο από τα όπλα της βαθύτερης γνωριμίας με τον ίδιο τον εαυτό μας.»12  

Η “γνωριμία μας με τον εαυτό μας” είναι φράση αξιοσημείωτη για την αποσαφήνιση της λογοτεχνικής κριτικής που ασκεί ο στοχαστής. Η κριτική του Β. Λαούρδα (επ’ αφορμή του τραγικού 1922) δεν είναι ένας λίβελλος, ούτε ένας άδηλος θρήνος αλλά μια αυθεντική φωνή αγωνίας που αναφέρεται (και) στο μέλλον. 

«Οι καιροί που αρχίζουν είναι καιροί επικοί»13 τονίζει, σημαίνοντας έτσι την ανάγκη της αφύπνισής μας - μιας συνεχούς αφύπνισης που απαιτείται στο όνομα της διαφύλαξης της ιδιοπροσωπίας μας. Και ιδιοπροσωπία είναι η έκφραση ενός προσώπου∙ η ιδιαίτερη διάθεσή του, ο τρόπος με τον οποίο το πρόσωπο ίσταται έναντι τινός

Τον  Β. Λαούρδα, εκπρόσωπο της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς του 1940, θα πρέπει

να  τον “αναγνώσουμε” (εν τέλει) με βάση τα βιώματα της πολυτάραχης εποχής του.

Τα βιώματα του πολέμου και της Κατοχής, βιώματα εξάρσεων, ταπείνωσης, ηρωικού

φρονήματος, πάθους κι εμφύλιου σπαραγμού τα οποία αντανακλώνται στα έργα των

λογοτεχνικών γενιών του 1940 και της πρώτης μεταπολεμικής. Και υπ’ αυτό το πρίσμα

θα πρέπει να εξηγηθούν και οι δριμείες κριτικές του απέναντι στο μη επικό και στο

μιμητικό - ανεξάρτητα απ’ την αποδοχή ή άρνηση του περιεχόμενου τους.* 

*«Η λογοτεχνία του μεσοπολέμου (σημειώνει ο Γ. Χατζίνης)  όντως μπορεί να θεωρηθεί επαναστατική

 στο βαθμό που εκπρόσωποί  της δούλεψαν σκληρά και δημιούργησαν εμπνεόμενοι, κατά βάθος, από

 την φιλοδοξία να κάμουν τη λογοτεχνία μας ένα αναπόσπαστο τμήμα της Ευρωπαϊκής. Στο πλαίσιο

 των “λογοτεχνικών γενεών” του μεσοπολέμου και στον αστερισμό των ποικίλων δημιουργών τους

 διεκδικήθηκε λοιπόν με αυτοπεποίθηση μια ισότιμη σχέση πολιτισμικής συνδιαλλαγής με τη Δύση.

 Και βεβαίως δημοσιεύτηκαν πολλά κι εξαιρετικά έργα, που κοσμούν τα  Γράμματα στον τόπο μας.»14

Παραπομπές

1.Νίκος Γ. Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ

 ΘΕΜΕΛΙΟ 1994, σ.80-81

2.Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Το ξερίζωμα και οι ξεριζωμένοι. ΜΝΗΜΗ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ 1091, Αθήνα, Χριστούγεννα 1972, σ. 44-45

3.Δημ. Γ. Τσάκωνας, Η μεγάλη ιδέα μεταξύ Παλαμά και Καβάφη, ΚΡΙΤΙΚΑ ΦΥΛΛΑ 12, 11/1973, σ.48-50

4.Θεόδωρος Ξύδης, Η δικαίωση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ΜΝΗΜΗ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ 1091, Αθήνα, Χριστούγεννα 1972, σ. 159

  1. Ι. Κ. Μαζαράκης Αινιάν, ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 2003, σ.323.

6.Roderick Beaton, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, μετάφραση Ε. ΖΟΥΡΓΟΥ- Μ. ΣΠΑΝΑΚΗ, ΝΕΦΕΛΗ 1996, σ. 180-181

7.Χρίστου Σ. Θεοδωράτου: Τα νεοελληνικά γράμματα κατά τον μεσοπόλεμο, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ,  χρόνος 31ος, 1974, σ.184-186

8.Βασίλειος Σπ. Λαούρδας,  ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 34, χρόνος Β’, Αθήνα 15/10/1945, σ.417-426.

9.Βασίλειος Σπ. Λαούρδας,  ΝΕΟΙ ΤΟΥ 1944, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 20-24, χρόνος A’, Αθήνα 12/1944, σ.244-254.

10.Βασίλειος Σπ. Λαούρδας,  ΝΕΟΙ ΤΟΥ 1944, ό. π., σ.249-250.

11.Βασίλειος Σπ. Λαούρδας,  Η “ΑΙΟΛΙΚΗ ΓΗ”, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 2, χρόνος A’, Αθήνα 15/3/1944, σ.73-87.

12.Βασίλειος Σπ. Λαούρδας,  ΝΕΟΙ ΤΟΥ 1944, ό. π., σ.252.

13.Βασίλειος Σπ. Λαούρδας,  Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ”, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 13-14, χρόνος A’, Αθήνα 31/7/1944, σ.12-13.

  1. Γ. Χατζίνης,Λογοτεχνία 1900-1950 – Μια απολογία, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ 563, 1950, σελ. 63.