Skip to main content

Η μαγεία του βουνού


Αντουανέττα Στέκα - Ασωνίτου

Οι δρόμοι της πόλης είναι άδειοι. Ο αέρας φυσάει δυνατά και κάπως βίαια. Είναι απομεσήμερο.

Περπατάω στους έρημους δρόμους, ξετυλίγοντας ένα κουβάρι ξεχασμένων αναμνήσεων, στη θέα μιας παλιάς μονοκατοικίας που την έχουν αγκαλιάσει θεριεμένες περικοκλάδες. Η άνοιξη είναι προχωρημένη. Νωχελικά ξαπλώνουν τα τρυφερά κλαδιά τους με τα διαφόρων αποχρώσεων λουλούδια στις μάντρες, στις αυλές, στις εξώπορτες. Άλλα κόκκινα, άλλα στο χρώμα του κρασιού της Βουργουνδίας, άλλα κίτρινα ζωντανά σαν τον κρόκο του αυγού, άλλα ροδαλά, αχνά, σαν να ντρέπονται να βγουν στο φως.

Σε λίγο συναντιέμαι με μια γάτα. Το βλέμμα της είναι επίμονο, παρακλητικό. Τη χαϊδεύω· τρίβεται στα πόδια. Τα μουστάκια της είναι λευκά σα χιόνι· είναι μαυρόασπρη με μια μαύρη μουτζούρα στη μουσούδα. Όμως την αφήνω πίσω γιατί ολοένα περπατάω· πρέπει να περπατάω συνέχεια μέχρι να φτάσω στο βουνό. Βιάζομαι να νοιώσω την ελευθερία του.

Φθάνω τελικά σε εκείνη την απλωσιά που σχηματίζει ο μεγάλος δρόμος. Λίγο ακόμα και θα είμαι μέσα στην καρδιά της φύσης.

Τα βήματά μου με οδηγούν άλλοτε σε φρεσκοποτισμένα από τη βροχή ξέφωτα, άλλοτε σε πυκνά δέντρα από λεύκες πανύψηλες που τις λικνίζει ο άνεμος. Τα χρώματα του δέντρου του Ιούδα (μωβ σκούρο στα μικρά άνθη), μπλέκουν με της αγριομυγδαλιάς τα λευκά. Οι μαργαρίτες, οι παπαρούνες, τα θυμάρια, μοιάζουν λιλιπούτια στα πόδια των μεγάλων δέντρων, ενώ ένας μελισσοκόμος φροντίζει λίγο πιο πέρα τις αγαθές του μέλισσες.

Στο βάθος το μικρό ξωκλήσι ξεχωρίζει στο ψηλό πλάτωμα. Σιγά, σιγά η μαγεία τούτου του τοπίου με απορροφά. Ξεχνάω τους έρημους δρόμους, τις μελαγχολικές αναμνήσεις, ξεχνάω τους βαθιά εγκαθιδρυμένους πόνους, την αγωνία για το αύριο, τις άγονες πίκρες. Ένα μικρό, αγνό παιδί γίνομαι, μια ψυχή καθάρια και ελπιδοφόρα.

Κόβω μικρά λουλούδια απ’ το δέντρο του Ιούδα. Κόβω μικρά αγριολούλουδα. Η χαρά ν’ αγγίζεις τα τρυφερά βλαστάρια, να τα φέρνεις κοντά σου, να τα κρατήσεις να μην πετάξουν. 

Ο αέρας φυσάει λικνίζοντας τα φύλλα πάνω στους θεόρατους ελεύθερους ευκάλυπτους που ατενίζουν το στερέωμα. Απόλυτη μοναξιά (ίσως μοναχικότητα;), όμως η φύση συντροφεύει κι είναι σαν νά ‘χεις τον κόσμο ολάκερο κοντά σου. Απόλυτη μοναξιά, όμως δεν την νοιώθω. Νοιώθω να με περιβάλλει ο ίσκιος του βουνού, το βαθύ πράσινο των κυπαρισσιών, το ανοιχτό πράσινο του πεύκου, το ασημί της ελιάς. Είναι σαν να μου λένε: «δεν υπάρχει πια κανένας φόβος, καμιά πίκρα». Νοιώθω να εξαγνίζομαι.

Και νοιώθω να υπάρχω· να είμαι εγώ· ένας άνθρωπος ελεύθερος και μόνος, μόνος αλλά ελεύθερος. Χαϊδεύω με τα δάχτυλα τα μικρά κεφαλάκια από τις μαργαρίτες και περπατώ.

 Ξαφνικά τις σκέψεις μου διακόπτει ένα άνοιγμα, πάνω ψηλά στον ουράνιο θόλο. Είναι σαν αποκάλυψη. Μια κλέφτρα ηλιαχτίδα διαπέρασε τα σύννεφα και χύθηκε γύρω. Είναι μια χλωμή αχτίδα· είναι παρ’ όλα αυτά μια ηλιαχτίδα.

Ξεχύνεται παντού ένα γύρο. Στις πανύψηλες λεύκες που λικνίζονται ακόμα στον άνεμο, στους γιγάντιους ευκάλυπτους, στις ταπεινές ελιές, στα στιβαρά, λιτά κυπαρίσσια. Γεμίζει την πλάση, απλώνεται· απλώνεται να φτάσει πέρα μακριά τη θάλασσα. Κι’ έτσι η ηλιαχτίδα σιγά, σιγά μεταμορφώνεται, γίνεται λάμψη, γίνεται φως, γίνεται πλημμύρα φωτός που γεμίζει την ψυχή…

Και τότε ένοιωσα την ανάγκη να πω «ευχαριστώ». Ευχαριστώ για τούτη τη στιγμή, ευχαριστώ για τούτη τη μέρα, ευχαριστώ γιατί μπορώ να βλέπω τούτη την ομορφιά, ευχαριστώ γιατί είμαι ζωντανή, ναι ζωντανή, γιατί η ψυχή μου είναι ζωντανή κι ελεύθερη και θέλει ν’ αγκαλιάσει τον κόσμο! Μακάρι τούτη η στιγμή να κρατούσε μια αιωνιότητα …

Οι στιγμές περνάνε, δεν μπορείς να τις ακινητήσεις. Ίσως να μπορέσεις (με πολύ κόπο), να τις ανακαλέσεις στη μνήμη, στο νοερό αυτό βιβλίο του ανθρώπου που μοιάζει να είναι ένα θαύμα.

Η μαγεία της φύσης κλείνει σιγά, σιγά πίσω μου, καθώς κατεβαίνω προς την πόλη. Ο αγαπημένος όγκος ξεμακραίνει, έμαθα να τον γνωρίζω πια.

Η κάθοδος προς την πόλη είναι μια αναγκαιότητα· όμως υπάρχει μια ελπίδα· η αιώνια ελπίδα της επιστροφής.

Αντουανέττα  Στέκα - Ασωνίτου