Skip to main content

Διαδίκτυο και Πανδημία


Αντουανέττα Στέκα-Ασωνίτου

Το λέμε και δεν μπορούμε να το πιστέψουμε. Πόσο άλλαξε η ζωή μας· πόσο σταθερά αλλά υποδόρια χάθηκε η επικοινωνία· πόσο κατακομματιάστηκε η πνευματική μας ζωή· και πόσο σαν κοινωνικό σύνολο αδυνατούμε να υπάρξουμε· να υπάρξουμε συνολικά, αδελφωμένοι, ή τουλάχιστον να μπορούμε να υπάρξουμε, να συνυπάρξουμε.

Φαίνεται ότι αυτό το «συν», αυτή η μικρή, μαγική λέξη που ενώνει τους ανθρώπους, πνέει τα λοίσθια. Φαίνεται ότι απόσωσαν οι δυνάμεις της, ψυχορραγεί. Κι εμείς, όπως πάντα, θεατές παθητικοί και αδιάφοροι (από φόβο, από κούραση, από απελπισία;) ραγιαδίζουμε ακόμα μια φορά.

Κι αυτή τη φορά δεν είναι ο Τούρκος ο εχθρός μας· δεν είναι ο ξένος κατακτητής· είναι ο ίδιος μας ο φόβος στον οποίο υποκύψαμε από μιας αρχής «άμα τη εκδηλώσει της φοβεράς νόσου».

Ο φόβος λοιπόν· φόβος να συνομιλήσουμε (ακόμη και στο τηλέφωνο), φόβος να δημιουργήσουμε, φόβος να επικοινωνήσουμε, να αισθανθούμε, να αγαπήσουμε και να μισήσουμε ακόμα. Πλήρης συναισθηματικός ακρωτηριασμός, πλήρης πνευματικός ευνουχισμός. Έτσι στραφήκαμε όλοι στο διαδίκτυο, τυφλά, απελπισμένα, καθόλου συνειδητά, μήπως και καταφέρουμε τελικά να ανοίξουμε ένα παράθυρο στον κόσμο.

Και το ανοίξαμε. Επικοινωνήσαμε διαδικτυακά. Στο Skype, στο Twitter, στο Instagram· και να ‘μαστε τώρα και στο Zoom. Πόσοι από εσάς τελικά καταφέρατε να μας ακούσετε; Πόσοι θα πάρετε το όποιο μήνυμα θα σας στείλουμε; Ελάχιστοι. Γιατί ελάχιστοι από εσάς διαθέτετε αυτό το συγκεκριμένο μέσον επικοινωνίας. Και γιατί ακόμα ελάχιστοι από εσάς έχετε τη διάθεση να το χρησιμοποιήσετε. Γιατί; 

Γιατί στο βάθος διψάτε για επικοινωνία ουσιαστική.

Να βλέπω τον συνάνθρωπό μου ζωντανά, να μπορώ να τον κοιτώ απ’ ευθείας στα μάτια. Να συμμετέχω στην συνομιλία με όλες μου τις αισθήσεις. Ίσως ακόμη και με όλο μου το κορμί. (Πόσο εύστοχα αποκάλεσαν οι ψυχολόγοι αυτήν την γλώσσα «γλώσσα του σώματος!»).

Κι έπειτα· να έχω την δυνατότητα να βγω έξω· να συναντήσω ανθρώπους, να τους καλημερίσω ελεύθερα και απλά, χωρίς φόβο, χωρίς αυτήν την εωσφορική μάσκα που θυμίζει απέραντο χειρουργείο!

Πόσα είναι τα κρούσματα του κορωνοιού; Πόσα θύματα καταμετρούνται επακριβώς; Στην ουσία δεν το ξέρουμε. Γιατί οι απόψεις διχάζονται, αντικρούουν η μια την άλλη. Ο απλός πολίτης βρίσκεται στο χάος, έρμαιο της εκάστοτε παραπληροφόρησης και της συστηματικής παραπλάνησης.

Αλλά ας επιστρέψουμε στο διαδίκτυο. Βρεθήκαμε λοιπόν μπροστά στην μοναδική λύση που μας παρουσιάστηκε και αρπαχτήκαμε απ’ αυτήν, όπως πιάνεται από τα μαλλιά ο πνιγμένος για να σωθεί. Σανίδα σωτηρίας λοιπόν. Απόλυτη και μοναδική σανίδα σωτηρίας. Και δεν σκεφτήκαμε πως μόνοι μας ακρωτηριάζουμε το πνεύμα και τις αισθήσεις μας. Δεν σκεφτήκαμε ότι μπαίνουμε σε έναν φαύλο κύκλο που δεν έχει τέλος.

Πληθαίνουν στο Facebook τα «αιτήματα φιλίας». Ποιάς φιλίας; Μιας φιλίας εικονικής; Μέσω των ερωταποκρίσεων και των «likes»; Μέσω των ψευδαισθήσεων μιας «δήθεν», κοινωνικής ζωής; Όμως η κοινωνική ζωή δεν είναι υβρίδιο. Είναι κάτι ζωντανό και παλλόμενο, είναι η φωνή μου ζωντανή, η δική σου άλλο τόσο, είναι οι φωνές μας όλων· υπαρκτές, αυτούσιες, αληθινές.

Μήπως έτυχε να παρακολουθήσετε διαδικτυακό θέατρο; Παραστάσεις μέσω του viva.gr ή και άλλων «sites», βομβαρδίζουν εδώ και μισό χρόνο (εφευρέθηκαν αργότερα), το έγκλειστο κοινό. Αυτό το κοινό, αστικό ή λαϊκό, που σύχναζε αθρόα στις θεατρικές αίθουσες, που συνομιλούσε, που έκφραζε απόψεις, που κινούνταν, που μετακινούνταν, που επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε, που αντιδρούσε, που ζούσε.

Και τώρα; Εντελώς μεταξύ μας. Ο πατέρας εκφράζει (άν την εκφράζει) άποψη στα παιδιά, τα παιδιά στην μητέρα, η μητέρα πάλι στον πατέρα. Και έτσι άλλος ένας κύκλος, ερμητικά κλειστός, απομονωμένος, φοβικός, ανελεύθερος. Ο κύκλος της σιωπής του διαδικτύου, ο κύκλος της οικογενειακής απομόνωσης, της απομόνωσης του ανθρώπου.

Και έτσι όπως συνεχίζεται αυτός ο κύκλος, καθημερινά, μονότονα, επαναληπτικά ίδιος, «στωικά» επαναλαμβανόμενος, μοιάζει να μην έχει αύριο η ζωή, να μην έχει μέλλον. Κι έτσι, το σήμερα γίνεται το ίδιο ένα ολόκληρο σύμπαν. Ασφυκτικό, κενό, ανύπαρκτο.

Ας έρθουμε στον κινηματογράφο. Οι άλλοτε φωτεινές επιγραφές – ένα ακόμη μήνυμα ζωής και κίνησης. Οι γεμάτες αίθουσες, το αναμενόμενο έργο στην οθόνη από όλους μαζί, το σύνολο των ανθρώπων που δεν γνωρίζαμε, που όμως μοιραζόμαστε κάθε σκέψη, κάθε συναίσθημα μαζί του – θετικό ή αρνητικό – τα συναισθήματα που προκαλεί μια καλή ταινία, η τρυφερότητα που εκπέμπει και η αίσθηση πως ο άλλος είναι εκεί δίπλα· και μοιράζεσαι μαζί του αισθήματα και σκέψεις κι ας μην τον γνωρίζεις καν. Αρκεί που δεν υπάρχει εκεί κοντά, αθόρυβα, σιωπηλά, μια ζεστή, ανθρώπινη παρουσία. Η αίσθηση ότι η διέξοδος επικοινωνίας είναι κυρίως η τεχνολογική, δεν καλυτερεύει καθόλου τα πράγματα. Απ’ εναντίας τα οξύνει· γιατί κάνει πιο έντονη και πιο συνειδητή την έλλειψη ουσιαστικής επαφής. 

Μας έμεινε βέβαια η φύση. Πέρα από κάθε όριο. Πέρα από κάθε πεπερασμένο του ανθρώπου συμβιβασμό. Το λουλούδι που σκάει πεισματικά το μπουμπούκι του, κάτω από όποια καιρική συνθήκη, σε απίθανη, χρωματική πανδαισία· το εκατόχρονο βαθυπράσινο κυπαρίσσι σύμβολο αιώνιας ύπαρξης, τα τρυφερά χλωροπράσινα φύλλα, οι ρεματιές με τα νιούτσικα θαμνάκια τους, η γαληνεμένη, ελαφρορυτιδιασμένη θάλασσα με τον κρουστό ολόλευκον αφρό της.

Η φύση χαρά της ζωής, ντυμένη μέσα στην άνοιξη, κάθε μέρα και μια καινούργια άνοιξη, προπομπός του ατέλειωτου καλοκαιριού. Τι κραυγαλέα αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτόν τον υπέροχο, πάναγνο κόσμο των φυτών, των ζώων, των πουλιών και των εντόμων που έχουν ζωή, που έχουν ψυχή, που έχουν ελευθερία!

Κι εμείς; Μοναχικοί και ολότελα παθητικοί δέκτες των κυμάτων μιας οθόνης, άθλια δίνουμε στον εαυτό μας παρηγοριά. «Υπομονή θα περάσει και τούτη η μπόρα».

Όμως δεν είναι έτσι. Δεν στέρεψαν ακόμα οι χυμοί μας. Δεν νεκρώθηκε η ζωή μέσα μας. Μέσα μας ζει, αναδεύεται, κινείται, ένα ολοζώντανο δυναμικό κύτταρο. Υπάρχουμε και το ξέρουμε. Όπως ξέρουμε πως αν αγκαλιάσουμε νοερά ο ένας τον άλλο, πως αν ενωθούμε, έστω και κάτω από αυτές τις συνθήκες, θα λυτρωθούμε. Και ποιος ξέρει· ίσως να καταφέρουμε να δημιουργήσουμε ουσιαστικά, όχι μόνον για χάρη του εαυτού μας, αλλά και για τον άλλον. Εκείνον τον μακρινό, που από την άλλη άκρη της γης μας καλεί, μας χαμογελά και μας προτρέπει. Δεν είναι τόσο δύσκολο να σμίξουν τα χέρια, να ενωθούν οι ψυχές· ή μήπως είναι;