Skip to main content

Μιλάμε για το θέατρο


Αντουανέττα Στέκα - Ασωνίτου

“Ηθοποιός σημαίνει φώς” έλεγε σε μία εκπομπή του στο ραδιόφωνο ο αξεπέραστος και αξέχαστος ηθοποιός μας Δημήτρης Χορν στα μέσα της δεκαετίας του ‘60. 

Ήταν μία ρήση εμπνευσμένη, λίγο υπερβολική ίσως, που είχε σαν υψηλό της στόχο να στρέψει το ενδιαφέρον των ακροατών και του κοινού προς την θεατρική τέχνη, μία από τις πιο μεγάλες, τις πιο δύσκολες και πιο ιερές τέχνες.

Έτσι ήταν στη δεκαετία του 60. Μιά άνθιση παραστάσεων, έργων θεατρικών, πολυτάλαντων ηθοποιών, σκληροτράχηλων αλλά πάντοτε επιτυχημένων σκηνοθετών. Τότε που μεσουρανούσαν στην θεατρική σκηνή οι δύο μεγάλοι θίασοι: του Εθνικού Θεάτρου και του Καρόλου Κούν. Και ας μην φανεί παλιομοδίτικη αυτή η άποψη. Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ακόμη και σήμερα (κυρίως σήμερα), την μοναδικότητα και το ανεπανάληπτο αυτής της θεατρικής άνθισης εκείνων των εποχών. 

Έχουν περάσει από τότε 60 χρόνια και πλέον. Σήμερα, το θέατρό μας έχει χάσει πολλή από τη λάμψη του. Τι συνετέλεσε σε αυτό;

Τον πρώτιστο και κυριότερο ρόλο έπαιξε νομίζω η τεχνολογική “εξέλιξη”. Όση ευχέρεια αποκτήθηκε μέσω των ηλεκτρονικών “sites” και του διαδικτύου, άλλο τόσο έχασαν οι άνθρωποι την ικανότητα ενός βάθους σκέψης, μιας πνευματικότερης ζωής και κυρίως· μιας ψυχοπνευματικής ισορροπίας.

Αν το θέατρο εκφράζει σε ευρεία κλίμακα (όπως και η λογοτεχνία άλλωστε) τις ανησυχίες, τις αγωνίες αλλά και την ταυτότητα του σημερινού ανθρώπου, το υπαρξιακό του γίγνεσθαι, τον εσωτερικό του κόσμο, τότε τα σύγχρονα θεατρικά έργα εκφράζουν ακριβώς τον σημερινό άνθρωπο που στερημένος από εσωτερικότητα και πνευματικότητα, παραπαίει. Αυτό ακριβώς κάνουν και οι ηθοποιοί στις παραστάσεις του σήμερα. Κινούνται βιαστικά και εν τω συνόλω (όλοι μαζί), βγάζοντας υστερικές κραυγές επάνω στη σκηνή, μη φορώντας άλλα “κοστούμια” εκτός από το καθημερινό τους τζιν και ένα πρόχειρο πουλόβερ.

Και ερωτά κάνεις. Είναι λοιπόν αυτό θέατρο; Συμφωνώ ότι πρέπει να “ξεφύγουμε” από τις αιώνιες, κλασικές παραστάσεις που κόσμησαν αλλά ακόμη και σήμερα κοσμούν την θεατρική ιδέα και παράδοση. Σίγουρα ο σύγχρονος θεατής έχει άλλα προβλήματα, άλλες ανησυχίες και όπως διαπιστώνεται, κάποια σύγχρονα έργα “πιάνουν” τον σφυγμό του, γι’ αυτό και του είναι αρεστά. Είναι όμως αυτό αρκετό;

Το θέατρο υπήρξε πάντοτε πολύπλευρο και πολύπλοκο. Από την Λυσιστράτη του Αριστοφάνη μέχρι την Έντα Γκάμπλερ του Ίψεν η ποικιλία των θεατρικών έργων και των παραστάσεων μπορεί να μας αφήσει άφωνους. Η δε μαγεία αξεπέραστη. Ηθοποιός σημαίνει φως, θέατρο σημαίνει ζωή. Και τώρα τι;

Ανδρείκελα νευρωτικά και ομοιόμορφα κινούνται επάνω στη σκηνή. Κραυγές και ψίθυροι, ακατάληπτες εκφράσεις και νοήματα. Και αναρωτιέται κανείς: τελικά αυτό είναι το θέατρο του σήμερα;

Υπάρχουν φυσικά και κάποιες παραστάσεις που ξεχωρίζουν. Ελάχιστες. Που μέσα από αυτές μπορούμε να μιλάμε ακόμη για την ύπαρξη καλού θεάτρου. Υπάρχουν κάποιοι μονόλογοι που αναδεικνύουν το ταλέντο του ηθοποιού, όσο κι αν αυτό βέβαια είναι κάπως μονότονο, δεδομένης της έλλειψης σκηνικών[1].

Αλήθεια γιατί έχουν παντελώς συρρικνωθεί τα σκηνικά; Γιατί -ας πούμε- στη θέση ενός παράθυρου ή μιας πόρτας τοποθετείται ένα παραβάν (και αυτό αμφιβόλου ποιότητας); Γιατί την θέση του τοίχου καταλαμβάνουν πίνακες από φελιζόλ ή άλλο φθηνό υλικό; Ελλείψει χρημάτων; Χάριν πρωτοτυπίας; Ή μήπως ελλείψει εμπνεύσεων; Και έπειτα ο μονόλογος· καλός είναι δε λέω, όμως χρειάζεται ο διάλογος για να γίνει ένα έργο. Ένας διάλογος ζωντανός που έστω και μέσα από τις συγκρούσεις, θα δώσει τελικά το αναμενόμενο μήνυμα.

Βέβαια, εγώ που σας μιλώ δεν υπήρξα ποτέ θεατρική συγγραφέας. Και γι’ αυτό φαντάζομαι και κατανοώ το πόσο δύσκολο είναι να γραφτεί σήμερα  αλλά και να ανέβει στη σκηνή, ένα καλό, πραγματικά καλό έργο. Τι μας πειράζουν όμως τα παλιά και τα καταστρέφουμε; Τι μας έβλαψαν οι παλιές σκηνοθεσίες και τις κατακρεουργούμε; Τα παλιά, όμορφα, άψογα αισθητικά αλλά και λειτουργικά κλασικά μας σκηνικά; Νοσταλγώ τις περίφημες εκείνες παραστάσεις συνόλου· και όταν λέω συνόλου εννοώ ότι όλοι οι συντελεστές ενώνουν τις δυνάμεις τους με μοναδικό στόχο να παρουσιάσουν ζωή, αληθινή ζωή, μέσα στην ίδια τη ζωή. Ηθοποιοί, σκηνοθέτης, σκηνογράφος, ενδυματολόγος, ηχολήπτης και ακόμη και οι τεχνικοί, οι υπεύθυνοι για τον φωτισμό και άλλες μικρές λεπτομέρειες που όμως στην ουσία δεν είναι καθόλου. Ακόμα και το πιο ασήμαντο, στο θέατρο γίνεται σημαντικό προκειμένου να επιτευχθεί το καλύτερο. 

Ποτέ δεν θα ξεχάσω την Κατίνα Παξινού, τον Μινωτή, τον Κώστα Καστανά και την Νίκη Τριανταφυλλίδη στον “Ματωμένο γάμο” του Λόρκα ή στους “Βρυκόλακες” του Ίψεν, την θεατρική περίοδο 1967-68 στο μικρό θεατράκι, στο ημιυπόγειο του κινηματογράφου Ρεξ της οδού Πανεπιστημίου. Η σκηνική παρουσία των ηθοποιών, η δραματική  ένταση από την αρχή του έργου μέχρι την κορύφωση, τα σκηνικά, τα κοστούμια, τα χρώματα, ο θεατρικός παλμός. Ένας ολόκληρος κόσμος να πάλλεται, να ζει, να δημιουργεί νέα ζωή, πέρα και μακριά από κάθε καθημερινότητα. 

Μήπως ακόμη και ο σημερινός άνθρωπος -κυρίως αυτός- δεν έχει ανάγκη από αυτήν την μαγεία, αυτήν την απόδραση; Γιατί το θέατρο είναι εν μέρει και μία απόδραση. Όπως είναι και αφορμή για σκέψη και προβληματισμό. 

Μιλάω παλιομοδίτικα θα μου πείτε. Δεν πειράζει. Ας είναι. Έχω όμως μιάν εντύπωση· ότι όλοι έχουμε στο βάθος μιάν αδήριτη ανάγκη για εκείνες τις παλιές, καλές, λυτρωτικές παραστάσεις. Όσοι τις γνώρισαν τουλάχιστον. Όσο για τους νέους καιρός, δεν είναι και αυτοί να γυρίσουν για λίγο πίσω στην παράδοση; Έτσι μόνον για να συνδεθούν με το χθες και να βιώσουν μέσα από αυτήν την σύνδεση μιά πιο ολοκληρωμένη ταυτότητα. Και ας μην ξεχνάμε τα λόγια του Αριστοτέλη: “Τραγωδία εστί, μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας… και ού δ’ απαγγελίας, δ’ ελέω και φόβω περαίνουσαν την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.”

Ποια κάθαρση θα επιτευχθεί μέσα από αυτό το μονότονο, υστερικό πανδαιμόνιο που προσπαθεί να επιβάλλει αυτή η “τάση” στο σύγχρονο θέατρο, στις σημερινές παραστάσεις; Γιατί σίγουρα πρόκειται για τάση. Για έναν συρμό που έχει εισβάλλει στο θέατρο παγκοσμίως με εύκολη δικαιολογία την πρωτοτυπία. Μόνον που αυτό δεν μπορεί να το πει κανείς πρωτοτυπία. Μάλλον παραλογισμός είναι και έλλειψη γούστου.

Ας ελπίσουμε ότι ο σημερινός θεατρικός συγγραφέας, αλλά και ο σκηνοθέτης, ο ηθοποιός αλλά και ο θεατής, θα καταλάβουν επιτέλους ότι θεατρικό έργο και παράσταση δεν μπορούν να σταθούν χωρίς κάποια συγκεκριμένη δομή, κάποια ισορροπημένη εξέλιξη και πλοκή. Και κυρίως· χωρίς την φωτεινή παρουσία του ηθοποιού που δεν θα κραυγάζει επί σκηνής, αλλά θα δίνει φως, εμπνεύσεις, ανάταση και πάνω από όλα θα επικοινωνεί με το κοινό του.

“Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικά, είμαστε εμείς και σείς…”[2]

Αντουανέττα Στέκα - Ασωνίτου

 

[1] Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει το γεγονός ότι σήμερα αρκετοί μονόλογοι έχουν αναδείξει δυνατούς ερμηνευτές και ερμηνεύτριες και άλλο τόσο δυνατές ερμηνείες.

[2] Από τον μονόλογο του Δημήτρη Μυράτ στην αξέχαστη παράσταση «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», από το ομώνυμο έργο του Λουίτζι Πιραντέλλο την δεκαετία του ’60.