ΟΤΑΝ Η ΠΟΛΗ ΣΙΩΠΑ
ΔΙΟΝΥΣΗΣ Κ. ΜΑΓΚΛΙΒΕΡΑΣ
Σε τρία-τέσσερα σημεία στις εσοχές κλειστών μαγαζιών ή κάτω από υπόστεγους χώρους οι άστεγοι έχουν μόνιμα πια τοποθετήσει τα χαρτόνια με τις λερές τους κουβέρτες. Αναρωτιέσαι : ασχολήθηκε κανείς μαζί τους; Η Αστυνομία, ο Δήμος, οι πολλές επώνυμες κοινωνικές οργανώσεις; Ο Δήμος ισχυρίζεται ότι οι συγκεκριμένοι άστεγοι δεν δέχονται να εγκαταλείψουν τα στέκια τους. Μου φαίνεται λίγο απίθανο, από την άλλη όμως μου έρχονται στο νου εικόνες των «κλοσάρ» του Παρισιού κι άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων ή των άστεγων στο πάρκο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Δεν μπορώ να καταλήξω σε συμπέρασμα για το ποιος αδιαφορεί ή για το ποιος δεν ενδιαφέρεται ή δεν θέλει να δοθεί λύση, χειμώνα καιρό. Κοιτάζω τους τοίχους, τις βιτρίνες των άδειων μαγαζιών. Χώροι ρυπαροί, ερείπια αποκρουστικά με συνθήματα που βγάζουν μίσος, βανδαλισμοί με πνεύμα καταστροφής εκδίκησης εναντίον των πάντων. Πρόκειται για αποτύπωση των πιο άγριων, ταπεινών ενστίκτων που προτρέπουν στον αφανισμό. Τον όλεθρο της πόλης, της κάθε πόλης, επιδιώκουν οι χαλαστές νομίζοντας ότι από την καταστροφή θα προκύψει ο ερχομός της δικής τους εξουσίας. Τον Δεκέμβριο του 2008 κάποιοι από τους αφανιστές οργανωμένοι επιζήτησαν το ρήγμα που θα οδηγούσε, όπως ήλπιζαν, στην εξαφάνιση της τάξης των μικροαστών, στην κυριαρχία της αναρχίας.
Ξανακοιτάζω τα κλειστά μαγαζιά. Επώνυμα τα περισσότερα, με τη δική τους ιστορία που κάποτε πηγαίνει δύο-τρεις γενιές πίσω. Πόσα πολλά κι ενδιαφέροντα θα είχαν να διηγηθούν αν μπορούσαν να μιλήσουν μιας κι ανήκουν στην ιστορία της Αθήνας.
Μερικά απ’ αυτά είναι θύματα της οικονομικής κρίσης άλλα που δεν μπόρεσαν να συνέλθουν από τις καταστροφές που υπέστησαν εκείνον τον Δεκέμβρη υπέκυψαν αδιαμαρτύρητα στη σιωπή. Αλήθεια τι απέγιναν οι υπάλληλοι, οι καταστηματάρχες, πολλούς από τους οποίους τους γνωρίζαμε κατά πρόσωπο ή άλλων γνωρίζαμε και το μικρό τους όνομα; Πού πήγε όλη αυτή η δημιουργική μερίδα της κοινωνίας μας; …