ΠΤΩΣΗ ΣΤΟ ΜΙΛΑΝΟ
Τετάρτη, 6 Φεβρουαρίου 2019, Μιλάνο. Το βράδυ απλωνόταν ήρεμα και σαγηνευτικά στην εμβληματική πλατεία Duomo του Μιλάνο. Αναμφίβολα τα πιο μοναχικά γενέθλια στην γεμάτη ζωή του Αρτέμιο Μπερναντέσκι, 59 ετών πια, που βημάτιζε ευγνώμων με τα χέρια στις τσέπες της καμπαρντίνας του.
Άρχιζε μια τετραήμερη επίσκεψη στην αγαπημένη του πόλη, μετά την πρόσφατη περιπέτεια της υγείας του: Καρκίνος του προστάτη – σε αρχικά στάδια- και προστατεκτομή. Μέσα στα σχέδια του τετραημέρου είχε εντάξει και την επίσκεψη, το επόμενο πρωινό, στην διάσημη ογκολόγο του Εθνικού Ινστιτούτου του Καρκίνου, όπου θα τον συμβούλευε για την αναγκαιότητα της συμπληρωματικής ορμονοθεραπείας με αντι- ανδρογόνα. Όλα εκείνα βέβαια, προστατεκτομή και αντι-ανδρογόνα, φάνταζαν απειλητικά για την στύση, την libido και τον ανδρισμό του. Προς το παρόν όμως, τα’ διωχνε από την σκέψη, απολαμβάνοντας μες την ευχάριστη ψύχρα το δώρο της ζωής. Προσπέρασε το άγαλμα του έφιππου Βιτόριο Εμανουέλε ΙΙ, που και αυτό απολάμβανε την απουσία πολύβουων συναθροίσεων γύρω του, και κατευθύνθηκε προς την είσοδο της Γκαλερία. παρατηρώντας τον τρόπο που χαίρονταν την άδεια πλατεία τα λιγοστά ζευγάρια ερωτευμένων και οι μοναχικοί διαβάτες με ακουστικά στα αυτιά τους. Μες στην ατμοσφαιρικά φωτισμένη στοά η ίδια εικόνα, τα καταστήματα κλειστά, το Biffi Caffe, το Savini και το Camparino in Galleria με λίγους πελάτες, τα γκαρσόνια αφηρημένα και χαλαρά να κουβεντιάζουν μεταξύ τους, τέτοια γαλήνη υψηλής αισθητικής που, σε μια στιγμή ανάτασης ,του φάνηκε πως η μορφή του αρχιτέκτονα της Γκαλερία Τζουζέπε Μενγκόνι του χαμογελούσε συνωμοτικά από την γυάλινη οροφή. Προς το τέλος της στοάς, αντίκρισε το αγαπημένο του κατάστημα: Piumelli, γάντια. Πλησίασε μελαγχολικός και κοίταξε στην βιτρίνα. Από εκεί είχε αγοράσει πολλά ζευγάρια κομψά γάντια, μπεζ, κίτρινα, μαύρα, μπορντό, για την πρώην σύζυγό του Κλαούντια. Η ανάμνηση του να διασχίζουν αγκαλιά την Γκαλερία, η εικόνα της μεγαλοαστικής της κομψότητας, πλήγωνε τον νάρκισσο Αρτέμιο. Γιατί εκείνη τον είχε αφήσει, προφανώς απαυδισμένη από τις απιστίες του, φεύγοντας με τον αρκετά νεότερό της, αγαπημένο του βοηθό και λέκτορα στην έδρα της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, Μάσιμο Πράτι. Διπλή προδοσία, καίριο κτύπημα από κάθε άποψη για την ισχυρή εικόνα του Καθηγητή και Προϊστάμενου του Τμήματος Διατήρησης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Αρτέμιο Μπερναντέσκι. “Δεν σκέφτηκε ούτε την Πάολα”, την δεκατετράχρονη τότε κόρη τους, συνήθιζε εκείνη την περίοδο να γκρινιάζει ο Αρτέμιο. Την Πάολα που τάχθηκε μεν ψυχικά με το μέρος του αγαπημένου της πατέρα, έμεινε δε, τα χρόνια που ακολούθησαν, στην ίδια στέγη, μια βίλα στον λόφο Guardia της Μπολόνια, με την ευκατάστατη μητέρα της και τον Μάσιμο Πράτι. Όμως όλα εκείνα ήταν παρελθόν, δέκα χρόνια πριν. Είχε τάχιστα επουλώσει τις πληγές του συνάπτοντας σχέση κι ύστερα συζώντας με την εντυπωσιακή και νευρωτική Αλεσάντρα. Αντιδιαμετρική περίπτωση από την Κλαούντια: τότε εναλλαχτική και ακτιβίστρια, φιλομαθής μεταπτυχιακή φοιτήτρια, τώρα φιλόδοξη και ανερχόμενη πανεπιστημιακός, χάρις και στην σχέση τους. Διαχρονικά διψασμένη για γυμναστική και σεξ, λάτρης της υγιεινής διατροφής, του περιβάλλοντος και της πολιτικής ορθότητας. Μια φιλόδοξη και ικανότατη σκύλα, δηλαδή, σκέφτηκε ο Αρτέμιο μ’ εμπάθεια, γιατί κι αυτήν την είχε άχτι για την πρόσφατη συναισθηματική αποστασιοποίησή της στο σοβαρό πρόβλημα της υγείας του.
Βγαίνοντας από την Γκαλερία στην πλατεία της Scala όλα έγιναν απαλά, μέσα στην άχνη μιας ανέγγιχτης ευτυχίας. Τα γυμνά δέντρα, ο Λεονάρντο που από το ψηλό βάθρο του στοχαστικά απέχει απ’ τα εφήμερα, η φωτισμένη Σκάλα και ακριβώς απέναντι η Gallerie d’ Italia που στην πρόσοψή της, με μια αφίσα της αισθησιακής διαλογιζόμενης του Hayez, πληροφορεί για την φετινή έκθεση: Ρομαντισμός. Μια έκθεση που έκανε περήφανο τον Αρτέμιο, γιατί ήταν από τους βασικούς επιμελητές της. Στην ηγετική ομάδα, τριάδα στην ουσία, της σύλληψης, του σχεδιασμού και παρουσίασης αυτών των τεράστιων – καλλιτεχνικά- εκθέσεων της Gallerie d’ Italia. Όπως και τις δύο προηγούμενες χρονιές, πρόπερσι με θέμα Μπελλόττο και Καναλέττο, η έκπληξη και το φως και πέρυσι με θέμα O όψιμος Καραβάτζιο και οι επίγονοί του. Διασχίζοντας την πλατεία, αναλογίστηκε για ακόμα μια φορά, πως η επιμέλεια εκείνων των εκθέσεων ήταν μακράν ότι σπουδαιότερο είχε κάνει στη ζωή του. Τελείως διαφορετικό από διδασκαλίες και εξετάσεις, μακριά από τις απαραίτητες κοινωνικές ισορροπίες της διεύθυνσης ενός πανεπιστημιακού τμήματος. Κάθε έκθεση και ένα δυνητικό πνευματικό του αποτύπωμα.
Στάθηκε δίπλα από την είσοδο της Gallerie d’ Italia, με το βλέμμα του προσηλωμένο στην αφίσα της έκθεσης, σαν ένας φιλότεχνος περαστικός: Διαλογισμός (για την ιστορία της Ιταλίας), του Francesco Hayez. Το βλέμμα της όμορφης γυναίκας του πίνακα δεν απευθύνεται στον θεατή. Είναι βυθισμένη σε σκέψεις, με βλέμμα στραμμένο ελαφρά προς τα κάτω και έξω από τον καμβά. Στο δεξί της χέρι κρατά ένα βιβλίο με την επιγραφή “Ιστορία της Ιταλίας” με κόκκινα γράμματα, προφανώς ένας συμβολισμός του φόρου αίματος που πλήρωνε η χώρα, ειδικά εκείνα τα χρόνια, γύρω στο 1850, χρόνια του εξελισσόμενου αγώνα για την Ανεξαρτησία και την Ενοποίησή της. Στο αριστερό της χέρι κρατά το σύμβολο της πίστης, τον Σταυρό, που τόσο σημαντικό ρόλο κατέχει στην ιστορία της Ιταλίας. Ο απογυμνωμένος από τον λευκό της χιτώνα δεξιός της μαστός, είναι εξαιρετικά αισθησιακός και ταυτόχρονα προκλητικός σε σχέση με την όλη σύλληψη του έργου, μια ημίγυμνη φυσικότητα που σε βάζει σε ερμηνευτικές διαδικασίες. Είναι αυτή η γυναίκα μια αλληγορία της Ιταλίας κατά την εξέλιξη του 19ου αιώνα. Φαίνεται να βρίσκεται σε μια κατάσταση μεταξύ εγρήγορσης και ονειροπόλησης, σε ένα διαλογισμό που ακόμα δεν έχει φθάσει σε μια λύση, σε ένα διαλογισμό που οριακά η λύπη επικρατεί. Η επιλογή του συγκεκριμένου πίνακα ήταν η ιδανική, αυτή που έπρεπε για την διαφήμιση της έκθεσης, σκέφτηκε περήφανα ο Αρτέμιο, ότι έπρεπε για την πνευματική στόχευση και νοηματοδότησή της. Γιατί εκείνο που έπρεπε να φανεί από την έκθεση ήταν η συνεισφορά της Ιταλίας αλλά του Μιλάνου, στα τέλη του 18ου αιώνα και στο πρώτο μισό του 19ου, στο καλλιτεχνικό κίνημα του Ρομαντισμού αλλά και, εξίσου σημαντικό, η επίδραση του Ρομαντισμού στην διαμόρφωση μιας εθνικής συνείδησης στην Ιταλία της εποχής...
“Μήπως θα ήταν καλύτερα, Προφεσόρε, λέω μήπως, έπρεπε να μπει ένας πιο ήσυχος πίνακας στην αφίσα;” άκουσε μια γυναικεία φωνή δίπλα του. Γύρισε το κεφάλι του, ελαφρά ενοχλημένος, για να δει ποια ήταν αυτή που διέκοπτε τους συλλογισμούς του αμφισβητώντας με ελαφρότητα τις επιλογές του. Αντικρίζοντας την Μόνικα Σιλβέστρι, την νεαρή, φιλόπονη και φιλόδοξη Μόνικα, την αναπάντεχα όμορφη – όπως διαπίστωνε μέσα στο χάδι της μιλανέζικης νύχτας- Μόνικα, ΄ένα δειλό χαμόγελο πήρε την θέση της δυσθυμίας στην έκφρασή του. Η Μόνικα ήταν βοηθός-επιμελήτρια, δούλευε κυρίως στο κομμάτι της έκθεσης που αφορούσε τις Ιταλικές Όπερες του Ρομαντισμού, κυρίως ενδυματολογικά και σκηνικά εκθέματα. Περιστασιακά, μετατρεπόταν σε ξεναγό της έκθεσης σε ομάδες επίλεκτων προσκεκλημένων.
“Μόνικα;!! Τέτοια ώρα εδώ;! Μήπως θα’ πρεπε να βάλεις στην ζωή σου μεγαλύτερες δόσεις ξεκούρασης, περισσότερη ανεμελιά;”
“Έτσι είναι αυτή η δουλειά, έχει μερικές δύσκολες μέρες που μένεις παραπάνω. Ιδιαίτερα εσείς, νομίζω πως καταλαβαίνετε. Έτσι δεν είναι;...”, αντιπαρήλθε την προτροπή του και τα μελιά της μάτια έλαμψαν έξυπνα.
“Γνωρίζω, Μόνικα, γνωρίζω. Απλά, μην ξεχνιέσαι στην δουλειά... “ της είπε ανάλαφρα και σχεδόν πατρικά, κοιτάζοντάς την με θεατρικά τονισμένο ενδιαφέρον. Φορούσε ένα καμηλό παλτό με γουνάκι στον λαιμό που οι άκρες των ίσιων μαύρων της μαλλιών έπεφταν πάνω του αναπαυτικά.
“Α... αλήθεια, ποιον ήσυχο πίνακα θα έβαζες στην αφίσα;” συνέχισε ο Αρτέμιο, κοιτάζοντάς την τώρα με δυσανάγνωστο ύφος, γιατί δεν τ’ άφηνε αυτός κάτι τέτοια να περνάνε χωρίς αντίλογο.
“Μμμ... να, μια θέα της Νάπολης του Ippolito Caffi, ήηη... πάλι το “Χιόνι και ομίχλη στο Grand Canal της Βενετίας” του ίδιου. Κλασσικές, άρτιες αισθητικά, εικόνες του Ρομαντισμού. Και πάνω απ’ όλα, ελκυστικές, χαλαρωτικές...” είπε αβίαστα η Μόνικα, προσπαθώντας να διατηρηθεί άνετη και επαρκής.
“Ναι, μμμ..., θα ήταν καλοί οι πίνακες του μεγάλου αυτού εκπροσώπου του Ρομαντισμού. Αν και δεν συμφωνώ με τον όρο χαλαρωτικοί. Οι θέες του Ippolito έχουν μία εσωτερικότητα, θα έλεγα αδόκιμα μία κινηματογραφική μαγεία. Προτίμησα όμως για την αφίσα ένα πίνακα με πολλαπλές αναγνώσεις, φυσικά και πολιτικοϊστορικές. Αλλά πάνω απ’ όλα είναι αυτός ο φυσικός αισθησιασμός που ελκύει το βλέμμα και το ενδιαφέρον του δυνητικού επισκέπτη. Είναι ένας πίνακας με όλα σε ένα...”
“Το πήγατε πολύ μακριά, Προφεσόρε. Ίσως έχετε δίκιο... Εγώ απλά έκανα ένα σχόλιο γιατί χάρηκα που σας είδα. Αναπάντεχα, στο Μιλάνο και τέτοια ώρα. Ένας διαβάτης που κοιτά την αφίσα...”
Η διάθεση του Αρτέμιο φωτίστηκε, τον ικανοποίησε η αναδίπλωσή της. Από την άλλη, στην κατάσταση της υγείας που βρισκόταν, ρουφούσε άπληστα έστω και μια υπόνοια κομπλιμέντου. Ιδιαίτερα από γυναίκες σαν την Μόνικα.
“Περιμένεις κάποιον, μήπως θέλεις να σε συνοδεύσω μέχρι ένα σημείο;” της πρότεινε βλέποντάς την να ρίχνει ένα βιαστικό βλέμμα στο κομψό της ρολόι.
“’Οχι, ευχαριστώ, Αρτέμιο. Όπως πάντα ευγενικός. Θα περάσει να με πάρει ο Αλμπέρτο, ο σύντροφός μου. Με το αυτοκίνητο. Λίγο πιο κάτω, στην γωνία Via Manzoni και Monte Napoleone. Είναι κοντά και το περπάτημα μέχρι εκεί αρκετά ευχάριστο, μετά την κλεισούρα...”
“Α..., ωραία”. Έβαλε το δεξί του χέρι μέσα από την καμπαρτίνα και διόρθωσε ασυναίσθητα τον κόμπο της λεπτής του γραβάτας.
“Θα μείνεις πολύ; Έλεγα, μήπως τα ξαναπούμε...” του είπε αυθόρμητα, σπάζοντας μια διαγραφόμενη αμηχανία.
“Τέσσερεις μέρες. Έχω έρθει για κάποιες δουλειές. Θα περάσω αύριο το απόγευμα από την έκθεση, θα είσαι;”
“Φυσικά. Ευκαιρία να τα πούμε, να πάμε για καφέ...”
“Ναι, καφέ. Θαυμάσια, Μόνικα...”
Έσφιξαν τα χέρια και η Μόνικα έκανε μεταβολή, έστριψε στην Via Manzoni και χάθηκε στην ενδιαφέρουσα ζωή της. Νέα και ώριμη, 34χρονη όπως θυμόταν από το βιογραφικό της, με προοπτικές γρήγορης εξέλιξης λόγω πολλαπλών δεξιοτήτων. Ο Αρτέμιο στράφηκε προς την πλατεία, θα συνέχιζε την βόλτα του στο άδειο Μιλάνο, τα γενέθλια αυτά προορίζονταν και έπρεπε να είναι μοναχικά. Έριξε μια ματιά στο πρόγραμμα της Σκάλα, επιβεβαιώνοντας ότι δεν βόλευε χρονικά και οικονομικά καμιά παράσταση και κατευθύνθηκε προς το άγαλμα του Λεονάρντο. Στάθηκε από κάτω και του απηύθυνε σεβάσμιο βλέμμα, πάντα τον συγκινούσε αυτό το πέρασμα και η κατάσταση επιδεινωνόταν τώρα που μεγάλωνε, και που είχε εμφανιστεί εκείνο το νεόπλασμα, και ... Χώθηκε πάλι στην Γκαλερία, είδε ξανά τα γάντια Piumelli, τώρα στ’ αριστερά του, κι ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά. Προχώρησε προς το κέντρο της στοάς και κοιτάζοντας μπροστά και ψηλά , στην προοπτική που αποκαλυπτόταν από την άλλη έξοδο, είδε την νέον διαφημιστική επιγραφή του Martini να δεσπόζει διαχρονικά στην μια πλευρά της πλατείας Duomo. Αθάνατο, ειδυλλιακό Μιλάνο, μονολόγησε μέσα σε πλήρη ευσυγκινησία.
Περπατώντας το επόμενο μεσημέρι στην Via Manzoni άκουγε μέσα του την φωνή της έμπειρης Ογκολόγου που’ χε το πρωί συναντήσει, έβλεπε μπροστά του το επιστημονικό και απόμακρο προσωπείο της: “...Απ’ ότι βλέπω κύριε Μπερναντέσκι, από τα στοιχεία και τις εξετάσεις που μου προσκομίσατε, ο όγκος σας, πριν αλλά και μετά την προστατεκτομή, μπορεί να χαρακτηριστεί ως T2c. Από την άλλη, μια μικρή εστία στην παρεγκεφαλίδα που απεικονίστηκε στην μαγνητική εγκεφάλου, δεν φαίνεται να είναι μετάσταση, πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για μικροαγγειακή αλλοίωση. Οπότε, αν συνεκτιμήσουμε και τις άλλες εξετάσεις που δεν δείχνουν μεταστάσεις, μιλάμε για μια ελεγχόμενη νόσο. Προσωπικά, για αυτές τις περιπτώσεις, χωρίς να ανήκω στην πλειοψηφία, προτείνω μια συμπληρωματική θεραπεία με αντιανδρογόνα, ίσως έναν περιοδικό ανδρογονικό αποκλεισμό...” Τα πρώτα της λόγια, για την απουσία μεταστάσεων, ακούγονταν πολύ καλά νέα. Τα περί θεραπείας όμως δεν τα πολυκαταλάβαινε, άσε που έμοιαζαν δυσοίωνα από σεξουαλικής πλευράς...
Αυτό που ήθελε εκείνη την στιγμή ήταν να ξεφύγει περιπλανώμενος στην αγαπημένη του πόλη. Ήταν κάτι που συνεχώς προξενούσε απορίες στον στενό αλλά και τον ευρύτερο κοινωνικό του περίγυρο: Γιατί το Μιλάνο; Υπήρχαν τόσες και τόσες ιταλικές πόλεις, πολύ πιο “όμορφες” και εξίσου – και σε μερικές περιπτώσεις περισσότερο - “ιστορικές”από το βιομηχανικό, εμπορικό και οικονομοκεντρικό Μιλάνο. Και, το άμεσα προφανές, υπήρχε η γενέτειρά του, η πόλη που μεγάλωσε, καταξιώθηκε και εργαζόταν, η κόκκινη Μπολόνια. Κόκκινη για το χρώμα των κεραμιδένιων σκεπών της και για τον χαρακτήρα της πολιτικής της ιστορίας. Όμως πολύ κόκκινη για τα γούστα του. Δυσφορούσε με τις “προοδευτικές” ενδοπανεπιστημιακές ισορροπίες που έπρεπε να τηρήσει, και ιδιαίτερα με τον φοιτητικό κόσμο και τους διανοούμενους, για να κάνει απρόσκοπτα το έργο του. Δυσανασχετούσε με τα αναρχοαριστερίστικα και εναλλαχτικά στερεότυπα, τον πολιτικό ακτιβισμό αλλά και τα μπάχαλα που ξεφύτρωναν αλλά και συντηρούνταν ενοχλητικά, για τα οποία η πόλη του ήταν κατάλληλο θερμοκήπιο. Ίσως είχε συνηθίσει το να περπατά και να στοχάζεται στις ατέλειωτες στοές της και τις ξένοιαστες ώρες να μαζεύει ήλιο στην Piazza Maggiore, ίσως δεν του’ λεγαν πια πολλά οι βραδινές έξοδοι και το καλό φαγητό στα εστιατόρια του ιστορικού κέντρου, όλα υπό την διακριτική και διαχρονική εποπτεία των πύργων Asinelli και Garisenda. Κι αυτή η σαββατιάτικη βόλτα στην στοά San Luca, κατηφορίζοντάς την από τον λόφο, προσπαθώντας με τις ατάκες του να γοητεύσει την όποια γυναίκα δίπλα του, διαβάζοντας ασυναίσθητα τους χαραγμένους αριθμούς στις καμάρες της στην φθίνουσα πορεία προς το κέντρο, κάνοντας μια-δυο συγκεκριμένες στάσεις σε αγαπημένα του λαϊκά cafe, είχε γίνει ρουτίνα, ένας ζωτικός αυτοματισμός...
Παραδόθηκε λοιπόν χωρίς αντιστάσεις στην λάμψη του Μιλάνου, στην λάμψη των σχεδίων του, στον αφρό των ημερών του, συνειδητά αποφεύγοντας τις σκέψεις περί νεοπλασματικών κυττάρων και των πιθανών καταστροφικών διαδρομών τους μέσα στον οργανισμό του: Μπήκε από την Via Montenapoleone στο περίφημο τετράπλευρο της μόδας. Via Montenapoleone, Via Sant’ Andrea, Via della Spiga, Via Manzoni, μαζί με την εμβόλιμη και φίνα συνεισφορά των Via Gesu, Via Borgospesso, Via Santo Spirito, Via Verri. Μια απολαυστική περιπλάνηση που επέτρεπε κατ’ επανάληψη στον εαυτό του, μια οπτική πολυτέλεια. Όλα τα καταστήματα σχεδιαστών υψηλής ραπτικής, κάθε βιτρίνα και αξιοθέατο, κάθε βιτρίνα και αισθητική πρόταση ή ένα σκέρτσο ή μια βίαιη εκκεντρικότητα ή μια σκανδαλώδης καινοτομία. Ή, τέλος, μια κλασική και φίνα διαχρονικότητα. Δεν επικρατούσε η γιορτινή και φορτωμένη ατμόσφαιρα του Δεκέμβρη, αυτό το απόγευμα το χρωμάτιζαν οι τέσσερεις όμορφες κοπέλες που πορεύονταν μπροστά του χαμογελώντας φωτεινά και με μια τσάντα από ψώνια η καθεμιά στο χέρι, η αλαζονικά παρκαρισμένη κόκκινη Ferrari μπροστά από τον Versace, το δικό του κόλλημα και ο φόρος τιμής στην βιτρίνα του Salvatore Ferragamo, η συνομήλικη και με φουσκωμένα από κολλαγόνο χείλη που χάζευε στην μπουτίκ του Gucci, δυο νεανικά ζευγάρια Ιαπώνων μπροστά από την βιτρίνα του La Perla, μια τάρτα και ένας εσπρέσο στο Cova την ώρα που η κόρη του τον ψάρευε στο κινητό για την υγεία του, ένα λευκό πουκάμισο για την αποστασιοποιημένη Αλεσάντρα από τον Moschino, οι gay υπεύθυνοι των μπουτίκ που χειρίζονταν με μαεστρία τους κακομαθημένους πελάτες, η γεμάτη αναμνήσεις από την Κλαούντια περιδιάβαση της Via della Spiga. Βγαίνοντας πάλι στην Manzoni συνειδητοποίησε πως είχε ακόμα χρόνο να περιπλανηθεί, μοναχικά και ευλογημένα, μέχρι τον απογευματινό καφέ με την Μόνικα. Διαπίστωνε πως η προοπτική πως θα την συναντούσε του ζέσταινε την καρδιά, το από καιρό επιπεδωμένο θυμικό του, όπως οι αχτίνες του ήλιου που πέφτουν σαν σύμμαχος στο πρόσωπο τον βλοσυρό χειμώνα. Συνέχισε την βόλτα του στην Brera, στα στενάκια της, κάνοντας στάσεις στις βιτρίνες με τα έπιπλα, τις πολυθρόνες, τις κουζίνες,, στάση μπροστά στις γκαλερί και πάντα μπροστά στο πιο παλιό φαρμακείο. Τέλος, τιμώντας τις συνήθειες του ήπιε μια μπύρα Angelo Poretti στο Caffe Vecchia Brera. Καθισμένος σ’ ένα τραπεζάκι με θέα στον δρόμο, χάζευε τους περαστικούς της Via dell’Orso, τα χνώτα τους στο κρύο, έβλεπε τα τραμ στη Via Broletto να περνούν κι ανάμεσά τους το 12 με κατεύθυνση προς Roserio, αυτό που έπαιρνε κάθε βράδυ για να γυρίσει από το κέντρο στην Villapizzone, στο ξενοδοχείο Radisson Blu που συνήθως έμενε στις μιλανέζικες επισκέψεις του. Κι έπαιρνε πάντα το τραμ νούμερο 12 για τις μετακινήσεις του στο κέντρο, γιατί αυτή η γραμμή περνώντας από πολλές γειτονιές, αντανακλούσε την κοινωνική διαστρωμάτωση και τις φυλές της κουρασμένης μεγαλούπολης. Από τις πιο πολυφυλετικές και λαϊκές γειτονιές στην Villapizzone, την Piazza Castelli και στην διαδρομή της Via Mac Mahon, μετάβαση στην Via Cenisio κι ύστερα στην πολύβουη εμπορική Chinatown της στενής Via Bramante. Κι ύστερα Via Legnano, Via Foro Buonaparte, Via Ponte Vetero και ούτω καθεξής, μια σταδιακή, αισθητικά αναβαθμιζόμενη μετάβαση προς το ιστορικό και τουριστικό κέντρο. Κι αυτή την εποχή, μες τον χειμώνα, άλλοτε το τραμ ήταν παλιό και με ανύπαρκτη θέρμανση αναγκάζοντάς σε να νιώθεις ευγνώμων για το παλτό και το κασκόλ σου κι άλλοτε σύγχρονο και ζεστό. Το σύμπαν του τραμ, ένα ψηφιδωτό της πόλης και της πραγματικής ζωής στο οποίο αρεσκόταν να βυθίζεται, μακριά από την άνεση του αυτοκινήτου ή του ταξί ή την συντομότερη μετακίνηση του λεωφορείου της γραμμής 57 από την Via Varesina. Και τώρα εκεί, μες την επιλεγμένη μοναξιά του και κοιτώντας από το τζάμι του Caffe την κίνηση στη Via dell’Orso παρατήρησε μια ευτραφή Αφρικανή που μοίραζε σε μια γωνία διαφημιστικά φυλλάδια χωρίς καμιά επιτυχία. Τα λεγόμενά της, ίσως και το περιεχόμενο των φυλλαδίων, άφηναν αδιάφορους τους περαστικούς. Είχε μια έκφραση θυμού και απογοήτευσης ψελλίζοντας μες το κρύο. Η σκηνή τού θύμισε ένα χθεσινοβραδινό επεισόδιο στο τραμ, όταν γύριζε στην Villapizzone από το κέντρο: Όταν επιβιβάστηκε από την στάση Duomo επί της Via Orefici το τραμ ήταν μισογεμάτο. Επωφελήθηκε και κούρνιασε στη θέση του παραθύρου ενός διπλού καθίσματος στη μέση του τραμ. Τον νάρκωναν η γλυκιά κόπωση των μοναχικών γενεθλίων του και ο προβληματισμός για την επίσκεψη στην Ογκολόγο. Στην στάση Lanza ανέβηκε από την μπροστινή πόρτα μια παχύσαρκη Αφρικανή με μια φθαρμένη τσάντα στον ώμο. Δυσκολεύτηκε να ισορροπήσει στο απότομο ξεκίνημα του τραμβαγέρη, πατώντας το δεξί πόδι ενός καθισμένου νεαρού που την αγριοκοίταξε, αλλά τελικά κατάφερε να φθάσει και να κάτσει δύο θέσεις πίσω απ’ τον Αρτέμιο, καταλαμβάνοντας με επεκτατική άνεση και τα δυο καθίσματα. Σε λίγα λεπτά και όταν το τραμ μπήκε στην Via Bramante, άρχισε να βήχει θορυβωδώς, χωρίς καν να βάλει το χέρι μπροστά απ’ το στόμα της, και μετά να αδειάζει σιχαμερά την απόχρεμψη σε ένα μαντήλι που έβγαλε ψαχουλεύοντας από την τσάντα της, αδιαφορώντας για τα ηχητικά εφέ που γενναιόδωρα δημιουργούσε. Μια γυναίκα συνομήλικη του Αρτέμιο, που καθόταν ακριβώς απέναντί του και στην μονή σειρά των καθισμάτων, γύρισε τότε ενοχλημένη και της είπε: “Αυτό που κάνεις δεν είναι καθόλου σωστό!”. Η Αφρικανή συνέχισε να βήχει και να φτύνει στο μαντήλι και διακόπτοντας το δυσάρεστο κρεσέντο φώναξε: “Άκου εκεί τι λέει! Θα μου πει πώς θα βήξω! Βήχας είναι κυρά μου... , άκου εκεί! Είσαι ρατσίστρια!...”. Τότε μια κοπέλα που καθόταν πίσω από την γυναίκα που έκανε την παρατήρηση στράφηκε προς την μαινόμενη λέγοντας: “ Έχει δίκιο η κυρία! Δεν είναι μόνο ο τρόπος... και που δεν έχουμε όρεξη να σε ακούμε. Πάνω από όλα είναι θέμα υγιεινής...”. Η δεύτερη παρατήρηση έριξε λάδι στην φωτιά. Η Αφρικανή συνέχισε έξαλλη: “Υγιεινή! Άκου εκεί, υγιεινή! Ξέρω εγώ όμως τι είναι όλο αυτό... Ρατσιστές , είστε όλοι ρατσιστές!”. Κι αφού έβηξε για λίγο με τον γνωστό της τρόπο, βάλθηκε να τραγουδά με ενθουσιασμό και στην μητρική της γλώσσα τραγούδια της φυλής της. Που και που διέκοπτε τα φολκλορικά άσματα και μονολογούσε, τώρα πιο χαμηλόφωνα: “Ρατσιστές...”. Στο μεταξύ το τραμ συνέχιζε την πορεία ρουτίνας του, η γυναίκα και η κοπέλα που είχαν κάνει τις παρατηρήσεις είχαν γυρίσει στην σιωπή τους και οι υπόλοιποι επιβάτες, μεταξύ τους και ο Αρτέμιο, παρέμεναν αμέτοχοι
και φαινομενικά ασυγκίνητοι στην φολκλορική παράσταση, βυθισμένοι στην οθόνη του έξυπνου κινητού τους και στον περίκλειστο κόσμο τους...
Βγήκε από το Caffe Vecchia Brera και ξαναβρήκε στον δρόμο τον χειμωνιάτικο ήλιο που έπαιζε κρυφτό στα σύννεφα. Έπιασε την Via Torino από την αρχή της και περπατώντας αργά απολάμβανε την σταδιακά αυξανόμενη κίνηση που το απόγευμα μετάγγιζε στην πόλη και στα εμπορικά καταστήματα. Που και που κάποιο απλωμένο χέρι επαίτη διέκοπτε τις σκέψεις του, που τραβιόταν όμως γρήγορα βλέποντάς τον απόμακρο. Συνέχισε στην αγαπημένη του, ιδιαίτερα εκεί που στενεύει, Corso di Porta Ticinese, χαζεύοντας τα graffiti που σε κείνο το σημείο της πόλης είναι πυκνότερα και πιο ευφάνταστα. Φθάνοντας στις κολώνες του Σαν Λορέντσο και στην πλατεία που απλώνεται μπροστά τους, παρατήρησε με ενδιαφέρον αλλά και με καλυμμένη ζήλια που με έκπληξη στην πορεία συνειδητοποίησε, παρέες από χίπστερ και φοιτητές και τον αργόσχολο τρόπο που απολάμβαναν τα μικροπράγματα της ζωής μες τις νησίδες του ήλιου.
Πήρε τον ακριβώς αντίστροφο δρόμο και σε είκοσι λεπτά βρέθηκε μπροστά στην Σκάλα του Μιλάνου, διαβάζοντας με αυτοτιμωρητική βουλιμία το πρόγραμμα και τους συντελεστές της όπερας που δεν θα παρακολουθούσε από δική του αμεριμνησία. Μετά πέρασε απέναντι, γωνία Via Guiseppe Verdi και Via Manzoni, όπου μια εξαιρετικά καλοντυμένη Μιλανέζα χάζευε με χάρη τα εκθέματα στην βιτρίνα της μπουτίκ Caractere. Ξαφνικά, ένας ακρωτηριασμένος από το αριστερό του χέρι την πλησίασε και της είπε ικετευτικά: “Αγιούτο, σινιόρα”. Φορούσε μες το κρύο ένα αμάνικο t-shirt και από πάνω ένα, επίσης αμάνικο, μπουφάν-γιλέκο. Το κολόβωμα του ακρωτηριασμένου από ψηλά αριστερού του χεριού, όπως και το ακέραιο δεξί του χέρι, ήταν έτσι έκθετα στην κοινή θέα αλλά και στις χαμηλές θερμοκρασίες. Η νεαρή γυναίκα έκανε ένα μικρό αποφευκτικό βήμα προς τα πλάγια και τον αγνόησε, συνεχίζοντας την οπτική της περιπλάνηση στη βιτρίνα. “Η εικόνα του σύγχρονου κόσμου”, σκέφτηκε για την σκηνή ο Αρτέμιο και πριν προλάβει να δώσει ένα νόμισμα στον ακρωτηριασμένο επαίτη, τον έχασε μέσα απ’ τα μάτια του. Απογοητευμένος, διέσχισε την Via Manzoni και κατευθύνθηκε προς την είσοδο της Gallerie d’ Italia επί της πλατείας Scala. Ανεβαίνοντας τα λίγα σκαλιά ένιωσε μια ξαφνική ζάλη, σαν ένα βίαιο σπρώξιμο από τα πλάγια. Κοντοστάθηκε για λίγο, να συνέλθει. “Μήπως, τελικά, εκείνη η μικρή εστία στον εγκέφαλο είναι μετάσταση;”, σκέφτηκε με τρόμο. Όμως το ότι συνήλθε σχεδόν αμέσως τον έκανε να διώξει τα σύννεφα μακριά.
Χαιρέτησε τους υπαλλήλους στην είσοδο και στην έκδοση των εισιτηρίων και εκείνοι του ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό με ένα μίγμα οικειότητας και σεβασμού. Ένιωθε σαν το σπίτι του. Βλέποντας αμέσως μετά την Μόνικα να ξεναγεί μια ομάδα επισκεπτών ένιωσε τυχερός. Εκείνη, έχοντας ανέβει στο πέμπτο σκαλί της μαρμάρινης σκάλας που οδηγεί στον πρώτο όροφο, στη σκάλα που ανά πεντάδα σκαλιών ήταν τοποθετημένες στην άκρη τους κούκλες που φορούσαν τα κοστούμια από όπερες του Ιταλικού Ρομαντισμού, κυρίως του Βέρντι και του Ντονιτσέττι, ξεναγούσε αφ’ υψηλού τους επισκέπτες που παρακολουθούσαν πειθαρχημένα από την βάση της σκάλας. Φορούσε ένα κομψό, μικρό μαύρο φόρεμα και τους μιλούσε σοβαρά αλλά και με πάθος για το αντικείμενο, εκείνη την στιγμή ένα κοστούμι που’ χε φορέσει η Κάλας. Δεν μπορούσε παρά να την θαυμάσει, ήταν το παρόν και το μέλλον. Μόλις τον αντιλήφθηκε, του’ κανε με τρόπο ένα νεύμα και μετά μια χαρακτηριστική χειρονομία πως θα τον καλέσει στο κινητό. Με ανακούφιση ο Αρτέμιο συνειδητοποίησε πως γνώριζε τον αριθμό του. Νιώθοντας πάλι ζωντανός, κατέβηκε την σκάλα προς την γκαρνταρόμπα και άφησε εκεί την καμπαρτίνα του. Όταν ανέβηκε πάλι και την ώρα που έμπαινε στην κεντρική σάλα της έκθεσης, χαιρετώντας εγκάρδια την Σάντρα και τον Τζουζέπε στον έλεγχο των εισιτηρίων, ήρθε το μήνυμα της Μόνικα στην οθόνη του κινητού του: “Σε μία ώρα στο Corsia del Giardino, Via Manzoni 16. Και δεν θα είναι καφές, θα είναι δείπνο. Κερνάς, Προφεσόρε...”.
Χαμογέλασε, ενθουσιασμένος με τον τρόπο της. Έχοντας μία ώρα στη διάθεσή του αφέθηκε στον ρόλο του επισκέπτη της έκθεσης, περνώντας μπροστά από μερικά αγαπημένα του εκθέματά της: το άγαλμα “Το ορφανό του αγρότη” του Antonio Patti, τους πίνακες “Θέα της Νάπολης” και “Χιόνι και ομίχλη στο Μεγάλο Κανάλι της Βενετίας” του Ippolito Caffi, “Το τελευταίο φιλί του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας” του μέγιστου Francesco Hayez, τον “Θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη” του Ludovico Lipparini και βέβαια στο τέλος τον πίνακα “Διαλογισμός (για την ιστορία της Ιταλίας)”, πάλι του Francesco Hayez, που είχε ο ίδιος επιλέξει για την αφίσα της έκθεσης. Ένιωσε ακόμα μια φορά ικανοποιημένος για το επίπεδο της έκθεσης αλλά μια δυσοίωνη και φευγαλέα σκέψη θόλωσε το τοπίο του μέλλοντος. Θα’ ταν άραγε στις επιλογές της διοίκησης για την έκθεση της επόμενης χρονιάς; Το θέμα της ήταν ήδη γνωστό: “Canova και Thorvaldsen”, η σύγκριση δηλαδή του έργου και της ζωής δύο μεγάλων, σύγχρονων γλυπτών στις αρχές του 19ου αιώνα, εκπροσώπων του νεοκλασικισμού. Μέσα σ’ αυτή την αμφιβολία, κατέβηκε τα σκαλιά προς την γκαρνταρόμπα για να πάρει την καμπαρτίνα του. Όταν βγήκε απ’ το κτίριο το σούρουπο άφηνε πίσω του μια διαπεραστική ψύχρα. Σήκωσε το γιακά του και πορεύτηκε προς το Corsia del Giardino.
Βολεύτηκε σ΄ ένα τραπέζι που του πρότειναν, με θέα στην εσωτερική αυλή, και παράγγειλε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί Refosco Veneto. Σε λίγο ήρθε η Μόνικα και τον ρώτησε ανήσυχα: “Άργησα; Δεν ήθελα με τίποτα να σε στήσω. Έπεσα σε μια απαιτητική ομάδα επισκεπτών που είχαν ενδιαφέροντα και ρώταγαν πολλά! Πάντως το χάρηκα...” Ο Αρτέμιο σηκώθηκε, την βοήθησε με το παλτό της και την καθησύχασε. Εκείνη χάρηκε ιδιαίτερα την αβρή του φροντίδα και κάθισε απέναντί του. Είχε μια υπαινικτική γοητεία και φαινόταν ευδιάθετη παρά την κούρασή της. Κοίταξε τον κατάλογο βιαστικά και καλώντας τον σερβιτόρο παράγγειλε με αέρα: “Επειδή μάλλον θα φάω πάστα, ένα ποτήρι Falanghina Beneventano είναι ότι πρέπει...”
Πέρασαν ένα πολύ ευχάριστο τρίωρο, μιλώντας για τις ζωές τους με αναπάντεχη οικειότητα. Για τον Αρτέμιο ήταν από τις στιγμές που του έλειπαν τα τελευταία χρόνια, να βλέπει δηλαδή μια νέα γυναίκα να του ανοίγεται χωρίς επιφυλάξεις, αποτινάσσοντας την εργασιακή σοβαρότητα και παραμερίζοντας με φυσικότητα όλα εκείνα που τους χώριζαν. Ήταν για αυτόν, αν μη τι άλλο, κολακευτικός εκείνος ο αδιόρατος ερωτισμός μέσα στην συνετή διαδοχή των ποτηριών με το Refosco και το Falanghina. Η έκπληξή του έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν, αφού πλήρωσε τον λογαριασμό και πάλι την βοήθησε με το καμηλό παλτό της, του άγγιξε τον αριστερό αγκώνα και του ψιθύρισε στο αυτί: “Δε θα’ ταν καλύτερα να συνεχίσουμε στο δωμάτιό σου;”
Ο Αρτέμιο αδυνατούσε να το πιστέψει. Η Μόνικα ανήκε σε ένα τύπο και μια γενιά γυναικών που ήξερε τι ήθελε και πώς θα οδηγήσει τα πράγματα προς τα εκεί, και το κυριότερο ότι το έπαιρνε υπερβαίνοντας με άνεση τους όρους του παιχνιδιού. Τρέμοντας από μέσα του σαν έφηβος και κρατώντας την απ’ το χέρι μες το κρύο, έκανε νεύμα στο πρώτο ταξί που περίμενε στην πιάτσα της πλατείας Scala.
“Radisson Blu, Villapizzone”, είπε στον ταξιτζή. Η Μόνικα είχε γύρει απαλά το κεφάλι της στον δεξί του ώμο, εκεί στην θαλπωρή του πίσω καθίσματος. Ο Αρτέμιο, έχοντας εγκαταλειφθεί από την αρχική του έξαψη, ρέμβαζε την νυχτερινή διαδρομή στο ήσυχο Μιλάνο, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα από το ραδιόφωνο του ταξί και τον σταθμό RAI Radio 3, σε απευθείας μετάδοση από το φεστιβάλ του San Remo, τον αγαπημένο του Claudio Baglioni να παρουσιάζει ως καλεσμένο τον Eros Ramazzotti και να τραγουδά μαζί του το “Adesso Tu”. Στη συνέχεια βάλθηκε αργά και μεθοδικά να χαϊδεύει τα καλλίγραμμα γόνατα της Μόνικας, μέσα από το ανοιγμένο παλτό της και κάτω από το φίνο τελείωμα του μαύρου της φορέματος.
“Είσαι άτακτος, Προφεσόρε. Και βιαστικός...”, την άκουσε να παραπονιέται ξέπνοα.
Στο Radisson πέρασαν απαρατήρητοι μπροστά από τις απασχολημένες ρεσέψιονιστ. Αποφεύγοντας κάθε περιττή στάση, μέσα σε μια αμήχανη και συνένοχη σιωπή στο ασανσέρ και τους διαδρόμους, έφθασαν στο δωμάτιό του, το 316. Ο Αρτέμιο τοποθέτησε την κάρτα στην υποδοχή, ο χώρος φωτίστηκε διακριτικά και η Μόνικα έκλεισε την πόρτα πίσω τους. Το βλέμμα της περιπλανήθηκε στο δωμάτιο και στάθηκε για λίγο στην μαυρόασπρη καλλιτεχνική φωτογραφία που κοσμούσε τον τοίχο πάνω απ’ το διπλό κρεβάτι.
“Άνετο και αφαιρετικό. Εδώ μένεις συνήθως ;” παρατήρησε με υγρή φωνή, σπάζοντας έτσι την ολιγόλεπτη μεταξύ τους σιωπή. Έβγαλε αργά το παλτό της και το πέταξε στην κόκκινη πολυθρόνα.
“Έρχομαι χρόνια σε αυτό το ξενοδοχείο. Έχω δεθεί μαζί του και δεν το αλλάζω, είναι και οικονομικό. Τώρα που κοίταζες την φωτογραφία, για παράδειγμα, θυμήθηκα πως μέχρι πέρυσι, στη θέση αυτής της σειράς των καλλιτεχνικών φωτογραφιών υπήρχαν μαυρόασπρες φωτογραφίες από αρχαιότητες, αγάλματα και λεπτομέρειες κτισμάτων της περιοχής του Μιλάνου. Τις προτιμούσα, είναι αλήθεια...” είπε ο Αρτέμιο βγάζοντας την καμπαρτίνα του. “Έρχομαι χρόνια εδώ...” συμπλήρωσε νοσταλγικά, σχεδόν μονολογώντας.
Πάτησε ένα διακόπτη κι έτσι έσβησε το φως από ένα ψηλό φωτιστικό και τα σποτ που υπάρχουν γύρω απ΄ το κρεβάτι. Έμεινε μόνο η χαμηλή σκάλα του φωτισμού που ερχόταν απ’ την τουαλέτα, το αναγκαίο φως που χαϊδεύει τα περιγράμματα και προσαρμόζει το βλέμμα στο λάγνο μισοσκόταδο.
“Είναι καλά έτσι;” την ρώτησε σιγά, βγάζοντας το σακάκι και λύνοντας την γραβάτα του. Εκείνη απλώς κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Την πλησίασε αργά, έτσι όπως στεκόταν ασάλευτη στη μέση του δωματίου. Κόλλησε ελαφρά το σώμα του πάνω της και άρχισε αργά να της χαϊδεύει τα μαλλιά.
“Μόνικα..., ακόμα δεν το πιστεύω. Εσύ εδώ..., εσύ και εγώ...”της ψιθύρισε με απόλυτη έξαρση και με την διέγερσή του να γίνεται αισθητή στην κοιλιά της.
“Σσσ... , Αρτέμιο. Μην μιλάς, γλυκέ μου...” του ψιθύρισε, βοηθώντας τον να διαχειριστεί με τρυφερότητα τα ερωτικά της δώρα.
Εκείνος κατέβασε λίγο τα χέρια του απ’ το τελείωμα των μαλλιών της και άρχισε σιγά να ανοίγει το φερμουάρ στη ράχη του μικρού μαύρου φορέματος. Όταν έφτασε στο τέρμα, με αποφασιστικές και επιδέξιες κινήσεις κατέβασε το φόρεμά της μέχρι την μέση της κοιλιάς, ξεγυμνώνοντας έτσι τους ώμους και το στήθος της που διαγραφόταν κάτω από το σατέν ροζ σουτιέν. Ύστερα, νιώθοντας την αποδοχή της ανάσας της, βάλθηκε να την φιλά απαλά στον λαιμό, κατεβαίνοντας μεθοδικά προς το χυμώδες άνοιγμα του σουτιέν και των λόφων της. Μετά γονάτισε μπροστά της και έσκυψε ελαφρά το κεφάλι με στόχο να αφαιρέσει τελετουργικά τις γόβες της, σαν ένας πιστός υπηρέτης του έρωτα. Σε αυτήν όμως την κίνηση ένιωσε μια σφοδρότατη ζάλη, με αποτέλεσμα να γκρεμιστεί αναίσθητος μπροστά στα καλλίγραμμα πόδια της. Ένας σύντομος ήχος έκπληξης ξέφυγε από το στόμα της Μόνικας, που αντανακλαστικά έκανε ένα βήμα πίσω. Έμεινε αποσβολωμένη από πάνω του για ένα λεπτό. Μετά, με απόλυτη ψυχραιμία, ανέβασε το φόρεμά της, έκλεισε στη ράχη το φερμουάρ και κατευθύνθηκε προς τον καθρέφτη πάνω απ’ το γραφείο. Με γρήγορες κινήσεις τακτοποίησε τα ανακατεμένα της μαλλιά και μένοντας ικανοποιημένη από το αξιοπρεπές αποτέλεσμα πήγε προς το τηλέφωνο. Σήκωσε το ακουστικό και με το πάτημα ενός πλήκτρου κάλεσε την ρεσεψιόν.
“Ναι, παρακαλώ, τι μπορώ να κάνω για εσάς;” ακούστηκε μια ευγενική ανδρική φωνή.
“Σας παρακαλώ, κάντε γρήγορα, έναν γιατρό! Έπαθε κάτι ο Προφεσόρε!...”φώναξε η Μόνικα με τρεμάμενη φωνή.
Πέμπτη πρωί, 27 Ιουνίου 2019, Πάνω Κουφονήσι. Ο Αρτέμιο καθισμένος, είχε απλώσει τα πόδια του ακουμπώντας τα στα κάγκελα του μικρού μπαλκονιού. Απολάμβανε με όλες του τις αισθήσεις τη θέα που του δινόταν απλόχερα ακριβώς απέναντι: Ένας φρεσκοβαμμένος ανεμόμυλος πάνω στη λοφώδη χερσόνησο, στην άκρη της το καρνάγιο με τα ποικιλόχρωμα καϊκια – προτιμούσε εκείνο το έντονα πορτοκαλί-, δυο-τρεις βάρκες στον κολπίσκο και στο βάθος νησιωτικοί σχηματισμοί να αγκαλιάζονται με το γαλάζιο που σκουραίνει μεγαλόπρεπα.
Από το δωμάτιο άκουγε την κόρη του Πάολα να συνομιλεί μέσω Viber με τον σύντροφό της. Είχε έρθει με τον πατέρα της στο Κουφονήσι, κάνοντάς του δώρο μια βδομάδα διακοπές, “οι δυο τους, όπως παλιά”. Ήταν η τρίτη τους μέρα, δεν την έβλεπε ν’ αντέχει για πολύ, τής ήταν όμως ευγνώμων για αυτό το νησί. Όσο για τον ίδιο, εκμεταλλευόταν μια πολύμηνη αναρρωτική άδεια για να μαζέψει ψυχολογικά τα κομμάτια του. Το ευχάριστο ήταν ότι ο καρκίνος δεν είχε κάνει μετάσταση και πως βρισκόταν υπό έλεγχο με την φαρμακευτική αγωγή. Από την άλλη, η Αλεσάντρα τον είχε χωρίσει με έναν εύσχημο τρόπο. Η ουσία ήταν πως δεν άντεχε πια την παρατεινόμενη εσωστρέφεια ενός πρώην γοητευτικού και νυν προβληματικού συντρόφου, η ενεργειακή της ορμή τον απέβαλε.
Το τελευταίο χτύπημα είχε έρθει εκείνο το πρωί, μισή ώρα πριν. Έλαβε ένα mail που τον πληροφορούσε οριστικά πώς δεν ήταν στις επιλογές των επιμελητών της έκθεσης “Canova και Thorvanldsen”, της Gallerie d’ Italia για την επόμενη περίοδο. Και, ω του θαύματος, αντικαταστάτριά του στην επιτελική τριάδα θα ήταν η Μόνικα Σιλβέστρι! Αν μη τι άλλο, η ζωή ήταν γεμάτη πικρό χιούμορ.
“Μπαμπάκο”, τον πλησίασε η Πάολα στο μπαλκόνι δίνοντάς του ένα φιλί.
“Πες μου”, είπε ο Αρτέμιο συννεφιασμένος.
“Πρέπει να γυρίσω Μπολόνια. Έχει πέσει πολλή δουλειά και ο Αλμπέρτο με χρειάζεται. Πειράζει;”
τον ρώτησε διστακτικά φορώντας το πιο ναζιάρικο ύφος της.
“Φυσικά και δεν πειράζει, το καταλάβαινα άλλωστε. Προέχει η δουλειά και το αμόρε...” της είπε γενναιόδωρα και χωρίς ίχνος παραπόνου.
“Θα τα καταφέρεις μόνος;”
“Θα περάσω καλά, μην φοβάσαι. Έχω συνηθίσει μόνος, είναι η φυσική μου συνθήκη...”
Τον αντάμειψε με ένα πεταχτό φιλί και μπήκε στο δωμάτιο. Βλέποντας την ο Αρτέμιο από πίσω σκέφτηκε πως είχε την κορμοστασιά της μητέρας της. Άπλωσε πάλι τα πόδια του στο κάγκελο και βυθίστηκε στην θαλασσογραφία μιας απέριττης ζωής...
Άγγελος Γέροντας