Βιβλίο και τεχνολογία
Ζούμε την ηλεκτρονική μας εποχή. Τα δάχτυλα αυτόματα, μηχανικά, ψαχουλεύουν τα πλήκτρα του υπολογιστή. Όλα φανερώνονται μπροστά μας· πληροφορίες, εικόνες, γράμματα, αριθμοί, ημερομηνίες, ακόμα κι ένα ολόχρυσο μικρό τριαντάφυλλο.
Πώς βρέθηκε εκεί μέσα; Μάλλον κατα λάθος. Έτσι δεν έκανα τον κόπο να κατέβω στον κήπο μου. Απλά πάτησα ένα κουμπί. Τότε το τριαντάφυλλο μου χαμογέλασε. Δυστυχώς το χαμόγελό του ήταν… ηλεκτρονικό.
Ξεφυλλίζω τις σελίδες κάποιου παλιού βιβλίου. Ίσως κοιμάται στη βιβλιοθήκη μου σχεδόν έναν αιώνα. Ποιος ξέρει από που βαστάει η καταγωγή του. Είναι κάποιου παππού που πέρασε στην κατοχή των γονιών μου, είναι κάποιο αναμνηστικό δώρο; Μπορεί όλα, μπορεί και τίποτα απ’ όλα αυτά. Τι σημασία έχει; Μυρίζω βαθειά τις κιτρινισμένες σελίδες του. Μια μυρωδιά του καιρού και της νοσταλγίας αναδύεται. Μ’ ευχαριστεί αυτή η μυρωδιά, με πάει έναν αιώνα πίσω. Τότε που δεν υπήρχαν υπολογιστές, ηλεκτρονικά συστήματα, αυτοματισμοί, απρόσωπα στοιχεία, καταγραφές. Το βιβλίο ήταν η απόλυτη αξία. Ένας μικρός παράδεισος ήταν, όπου μέσα του έβρισκες τα πάντα: γνώσεις, πληροφορίες, απαντήσεις, ποίηση, φυγή, όνειρο.
Τώρα το βιβλίο έγινε ιστοσελίδα, ηλεκτρονική διεύθυνση, σελίδα στο “Facebook”, στο “Twitter”, στο “Instagram”. Τώρα το βιβλίο ντρέπεται να βγει στο φως, να κυκλοφορήσει ελεύθερα. Και γιατί να το κάνει; Η πάλη με τον υπολογιστή είναι άνιση, άδικη· δεν έχει νόημα πια να παλέψει.
Ξεκίνησε η άνοιξη με πράσινα, τρυφερά φύλλα. Στο μετρό διαβάζουν ακόμη τα κλασσικά βιβλία μερικοί άνθρωποι, οι τελευταίοι εναπομείναντες εραστές των σελίδων. Ξεφυλλίζουν μεθοδικά τη χάρτινη υπόστασή τους, αναπνέουν την ατμόσφαιρα του ζεστού χαρτιού, χαϊδεύουν το εξώφυλλο, ονειρεύονται. Ή πάλι, διπλωμένοι μέχρι τη μέση, έχουν βυθιστεί στο διάβασμα, ένα θαρρείς με το μικρό εκείνο, ζωντανό παραλληλόγραμμο που τους δίνει γνώση, ελευθερία, ζωή.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα· πως μπορεί να τα αντικαταστήσει όλα αυτά η τεχνολογία; Πώς μπορεί μια χάρτινη σελίδα, καθ’ όλα ζωντανή να μετατραπεί αυτόματα σε άψυχο, απρόσωπο κατασκεύασμα;
Το στερέωμα επιβάλλεται πλούσιο πάνω απ’ την απρόσωπη πόλη, προικισμένο με μιαν απόλυτη διαύγεια. Μου δείχνει τον δρόμο προς μιαν ελευθερία που μόνον το βιβλίο που αγάπησα και που κρατώ στο χέρι μου μπορεί να μου δώσει.
Βιβλία πολλά, αμέτρητα. Στα ράφια των βιβλιοπωλείων, στις προθήκες τους, στις διάφορες βιβλιοθήκες, στα καρότσια των μικροπωλητών· και τώρα στο διαδίκτυο. Γράφουν οι νέοι, γράφουν οι ηλικιωμένοι, γράφουν τα παιδιά. Ο κάθε ένας είναι και ένας επίδοξος μελλοντικός συγγραφέας.
Σήμερα η έκδοση του βιβλίου είναι απλά εύκολη. Πληρώνεις και σου κάνουν βιβλία· με ό,τι θες. Βιβλία με διακοσμήσεις, βιβλία με φωτογραφίες, βιβλία με σκληρό εξώφυλλο, βιβλία χρυσά, βιβλία ασημένια. Ό,τι τραβάει η ψυχή σου. Αρκεί να πληρώσεις. Αν δεν πληρώσεις όμως, είναι αδύνατον να διαλέξεις το περιεχόμενο του βιβλίου που θέλεις να γράψεις. Εκεί ο εκδότης έχει τον μοναδικό και αποκλειστικό λόγο. Αν δεν συμφωνήσεις μαζί του, έχεις απλά καταστραφεί· η πόρτα κλείνει και είσαι ξανά σε αναζήτηση καινούργιου εκδότη. Και η ποιότητα;
Παρ’ όλα αυτά, τα βιβλία της προχειρότητας είναι σε πρώτο πλάνο. Άλλωστε διαβάζονται και πολύ περισσότερο από εκείνα που έχουν λίγο πιο σοβαρό περιεχόμενο, ή που -τολμούν- να εκδηλώσουν κάποιες αλήθειες ή κάποιο προβληματισμό.
Δυστυχώς, ο σημερινός άνθρωπος δεν θέλει να κουράζεται με τη σκέψη. Του φθάνει μια εύκολη αφήγηση, ίσως ένα διήγημα, (προτιμητέο ένα μυθιστόρημα) μια ιστορία περισσότερο ή λιγότερο περίπλοκη, όπου μέσα της θα βυθιστεί, θα ξεχαστεί, θα ταξιδέψει, χωρίς όμως να καταβάλλει κόπο, χωρίς να σκεφτεί ιδιαίτερα.
Το απαλό αεράκι λικνίζει τα πρωινά φύλλα. Μέσα από την πυκνή φυλλωσιά λαμπυρίζουν διάστικτες οι ακτίνες του ανοιξιάτικου ήλιου.
Έχω λοιπόν κάποιαν ελπίδα. Η φύση, που κάποια παιδιά της ξεστρατισμένα είμαστε και μεις, πάντα θα υπάρχει· πάντα θα είναι εκεί για να μας θυμίζει με την παρουσία της ποιο είναι το ουσιαστικό. Όπως ουσιαστική είναι και η πρώτη εκείνη ύλη του χαρτιού που αιώνες ολόκληρους έφτιαξε το βιβλίο· το πραγματικό βιβλίο· που το αγγίζεις κι είναι ένας μικρός, ζωντανός οργανισμός.
Έτσι γράφτηκαν αριστουργήματα. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί, ο Βιργίλιος, οι Παλατινοί, οι Βυζαντινοί, το Δημοτικό τραγούδι, ο Ζολά, ο Μπαλζάκ, ο Ρομαίν Ρολλάν, Ο Ντοστογιέφσκι, ο Βέργκα, η νεοελληνική μας λογοτεχνία.
Δεν είναι ανάγκη να καταλήξουν ηλεκτρονικά. Δεν είναι ανάγκη όλα να γίνουν θυσία στο βωμό του εμπορίου και της τεχνολογίας. (Γιατί αυτά τα δύο πάνε μαζί.)
Ας αφήσουμε το τριαντάφυλλο που δεν είναι πλαστικό, να μιλήσει. Το βιβλίο που δεν είναι αυτοματοποιημένο να διαβαστεί. Κι ας αγγίξουμε μαζί με το χαρτόδετο εξώφυλλό του την πρώτη ύλη, την πρωταρχική εκείνη ουσία, που είναι η πραγματική αξία της ζωής. Και που απ’ αυτήν την ίδια είμαστε και μεις πλασμένοι.
Αντουανέττα Στέκα - Ασωνίτου