Skip to main content

ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ


Χλόη Βερίτη

“Μυρίζει βασιλικό η εκκλησία. Όπως τότε. Παράξενο”. Έκανα τον σταυρό μου.
Το κρεββάτι στενό. Άβολο. Μα δε μου φάνηκε να την ενοχλεί. Έτσι κι αλλιώς το σώμα είναι τόσο ασθενικό...πάντα ήταν...Με τόσα πολλά προβλήματα υγείας, πάντοτε τη θαύμαζα για τη θέλησή της για ζωή, για το χαμόγελό της, για τα τραγούδια της που αυθόρμητα κι αναπάντεχα μας τραγουδούσε. Το μυαλό παιδικό...πάντα ήταν...

Την είδα σήμερα στο αφιλόξενο κρεββάτι του νοσοκομείου μέσα στα άσπρα σεντόνια τα τυλιγμένα με τις μυρουδιές των φαρμάκων. “Καλά, κι η ευωδιά του βασιλικού; Πώς;” Μόνο η ροζ νυχτικιά της έδινε χρώμα σε εκείνο τον θάλαμο. Το σώμα της είχε συρρικνωθεί. Κι άλλο!
Δεν είχε απομείνει παρά ένα ζαρωμένο μικρό κορμάκι σε στάση εμβρύου. Προσπάθησε να μου μιλήσει, μα με τα σωληνάκια, τους ορρούς και την επικοινωνία της που χανόταν κατά διαστήματα, δε μπόρεσε. Ποιος ξέρει τι να ‘θελε να μου πει αυτός ο υπέροχος άνθρωπος. Σαράντα τόσα χρόνια φρόντιζε για μερόνυχτα την άρρωστη μητέρα της. Ήταν πάντα στο προσκέφαλό της. Και τώρα, μόνη, χαμογελά. Σκέφτηκα πως αυτό το μικροσκοπικό πλάσμα είχε μια πολύ μεγάλη καρδιά που χωρούσε όλο τον κόσμο. Εκείνο το γλυκόπικρο απόγεμα το περάσαμε μαζί βυθισμένες στη σιωπή.
Με κοιτούσε πολλή ώρα με τα γαλανά χαμογελαστά μάτια της, θάλασσες γεμάτες αγάπη. Δε χρειάστηκε να μου μιλήσει με λόγια. Μου μίλησε με το βλέμμα της. Μου είπε πως της λείπουν τα λουλούδια της, τα μπιχλιμπίδια με τις πέρλες που της άρεσε να φορά τελευταία, μου είπε ευχαριστώ για κείνο το παλτουδάκι που της πήρα για να φορέσει κάποια Χριστούγεννα. Τότε μπορούσε ακόμα να πηγαίνει κάπου - κάπου στην εκκλησία, να προσκυνά, όπως πάντα, με ευλάβεια και να προσεύχεται για όλους μας με κατάνυξη. Αγαπούσε πολύ την εκκλησία. Μου είπε ακόμα πόσο ποθούσε να φτιάξει μια οικογένεια δική της, να κάνει παιδιά, μου είπε πόση μοναξιά βίωσε αγόγγυστα μια ολόκληρη ζωή με μόνη δύναμη και παρηγοριά τον σταυρό της που τον φορούσε πάντα κοντά στην καρδιά της, μου είπε πόσο αγνά, άδολα και βαθιά μας αγαπά, σαν ένα μικρό παιδί. Μου είπε τόσα πολλά με τη σιωπή της, εκείνο το Πασχαλινό απόγευμα.
Τη χαϊδεύω, της λέω πως είναι πολύ όμορφη και την αποχαιρετώ βουρκωμένη, μ' ένα τρεμάμενο «Χριστός Ανέστη». Κάνω να φύγω κι ακούω τη χαρούμενη φωνή της να μου τραγουδά το αγαπημένο Κυπριακό παραδοσιακό τραγούδι σαν μέσα απ’ όνειρο.
"Έναν κλωνίν βασιλιτζιάν για μέναν κόρη κόψε, μυρίστου το τζαι δώσμου το ν' αναστηθώ τζαι πόψε..."
Μου δίνει τον σταυρό της.
Μυρίζει βασιλικό η εκκλησία. Όπως τότε. Ανάβω ένα κεράκι για κείνην. Προσκυνώ τον Επιτάφιο και μονολογώ: «Αληθώς Ανέστη, αγαπημένη μας!».

Το διήγημα δημοσιεύτηκε στην έκδοση του Ελληνικού Πνευματικού Ομίλου Κύπρου «Φιλολογική Κύπρος, 2018-2019»