Skip to main content

Η ελληνική επανάσταση, γεγονός παγκόσμιας σημασίας


Αντουανέττα Στέκα - Ασωνίτου

“Η Ελλάδα και οι Έλληνες υπήρξαν πράγματι οι πρώτοι· - οι πρωτοπόροι, η εμπροσθοφυλακή άν θέλετε - που ακολούθησαν έναν δρόμο, τον οποίο μέχρι τότε, το 1830, κανένας λαός στον Παλαιό κόσμο της Ευρώπης δεν είχε διαβεί με επιτυχία. Έκτοτε το παράδειγμά τους αποτέλεσε πρότυπο για σχεδόν όλα τα σύγχρονα Ευρωπαϊκά κράτη και πολλά άλλα σε όλο τον κόσμο.”

Έτσι τελειώνει ο Ρόντερικ Μπήτον (Roderick Beaton) την -όσο γίνεται- αντικειμενική μελέτη του γύρω από το ‘21. Και λέω όσο γίνεται δεδομένου του ότι είναι και αυτός ένας ακόμη Ευρωπαίος και μάλιστα Άγγλος. Όλοι γνωρίζουν πλέον σήμερα τον αμφιλεγόμενο ρόλο που έπαιξε η Αγγλία -αλλά και όλες οι μεγάλες δυνάμεις- στην “υπόθεση” των σκλαβωμένων Ελλήνων.

Παρ’ όλα αυτά ο Μπήτον, ο οποίος αφιέρωσε την ζωή του στις νεοελληνικές σπουδές και παραμένει ομότιμος καθηγητής στο King's College του Λονδίνου στην έδρα νεοελληνικών σπουδών και που έχει γράψει σημαντικά έργα για την Ελλάδα, (μεταξύ των άλλων: Ελλάδα, βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους), έχει καταφέρει μέσα από την μελέτη του αυτή να σταθεί αντικειμενικά στο θέμα και να παρουσιάσει όλα τα υπέρ και τα κατά ενός αγώνα που άργησε μεν, αλλά τελικά δικαιώθηκε παγκόσμια.

Πώς όμως αυτό κατορθώθηκε σε μία τόσο σκοτεινή εποχή για την Ευρώπη και για όλο τον κόσμο;

Σίγουρα η σπίθα του αγώνα για την Αμερικανική Ανεξαρτησία το 1783 αλλά κυρίως η Γαλλική Επανάσταση το 1789, έπαιξαν το ρόλο τους. Ήδη πολύ πριν από το ‘21 ο Ρήγας Φερραίος επιχειρεί ένα ταξείδι στο Παρίσι προς συνάντηση του Ναπολέοντα με τον σκοπό να του μιλήσει για τον προετοιμαζόμενο ξεσηκωμό των Ελλήνων. Τελικά δεν καταφέρνει να τον δει, κατορθώνει όμως να τυπώσει τα πρώτα έργα του στη Βιέννη. Οι Έλληνες ομογενείς στη Βιέννη γνωρίζουν όλοι το Ρήγα.

Αλλά και ο ίδιος ο Ναπολέων γνωρίζει την ύπαρξή του, άσχετα με το αν τον δέχεται ή όχι· το ότι δεν τον δέχεται είναι απόλυτα φυσικό αφού τον απασχολούν “τα σπουδαία” για εκείνον θέματα της κυριαρχίας επί της Ευρώπης.

Είναι λοιπόν αυταπόδεικτο ότι η Ευρώπη και κατά συνέπεια ο υπόλοιπος κόσμος, αν και μεμονωμένα, γνωρίζει πριν ακόμα από το ξέσπασμα της Επανάστασης τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα και τον καινούργιο αέρα που αρχίζει να πνέει ενάντια στην βάρβαρη Οθωμανική κυριαρχία.

Ένας άλλος παράγων που ευαισθητοποιεί τους ξένους λαούς υπέρ των Ελλήνων είναι το κίνημα του ρομαντισμού.

Ρομαντισμός: πέρα από τον Διαφωτισμό, στις αρχές του 19ου αιώνα. Κίνημα στην λογοτεχνία, στην μουσική, στην ζωγραφική. Μπάυρον, Σέλλεϋ, Βίκτωρ Ουγκώ, Σατωμπριάν, (έχει επισκεφθεί την Ελλάδα προεπαναστατικά) Ντελακρουά, Βαττώ, όλοι τους λογοτέχνες και ζωγράφοι που εμπνέονται από τον αγώνα των επαναστατημένων Ελλήνων. Ο Μπάυρον είναι αυτός που το αποδεικνύει και έμπρακτα αφού αφήνει στο Μεσολόγγι την τελευταία του πνοή.

Ο Ρομαντισμός λοιπόν που αντιτίθεται στα στενά πλαίσια του ορθολογισμού του 18ου αιώνα, προτάσσει τον κόσμο των συναισθημάτων στον κόσμο της λογικής κυριαρχίας. Τα προσωπικά συναισθήματα όμως δεν παραμένουν στο εγώ. Μετουσιώνονται σε αγάπη και θαυμασμό για τα καταπιεσμένα και δουλωμένα έθνη, γίνονται σπίθα αντίστασης, ταύτιση με τους αγωνιζόμενους, μέθεξη στο ιερό της ελευθερίας ιδανικό.

Έτσι έχουμε μέσα στην καρδιά της επαναστατημένης Ελλάδας τους φιλέλληνες αγωνιστές που δεν αρκούνται μόνον στο να γράφουν από μακριά, αλλά κατεβαίνουν στην ρημαγμένη Ελλάδα, να ενώσουν την τύχη τους και τη ζωή τους με τους επαναστατημένους. Meyer, Voutier, Blaquier, Gordon, Finley, οι επώνυμοι και πόσοι άλλοι ανώνυμοι στο πλευρό των ραγιάδων, όταν οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ούτε να ακούσουν επιθυμούν για τον ξεσηκωμό. Και η “ιερή” συμμαχία καλά κρατεί.

Η αλήθεια είναι ότι τα αποτελέσματα της στήριξης των φιλελλήνων δεν φάνηκαν αμέσως και όπως αναφέρει και ο Μπήτον, λίγα προσέφεραν στον αγώνα, αφού δεν κατάφεραν όλα τα χρόνια της Επανάστασης, από το ‘21 έως το ‘30, να δημιουργήσουν μαζί με τους Έλληνες τακτικό στρατό.

 Η προσφορά τους όμως είναι άλλη και ίσως πιο σημαντική. Κατάφεραν να κάνουν επιτέλους γνωστή την “Ελληνική υπόθεση” στις ηγεσίες της Ευρώπης. Κατάφεραν να συγκινήσουν την κοινή γνώμη· και αυτό ήταν το πιο σημαντικό απόκτημα που αποκόμισε η Ελλάδα γιατί κέρδισε τον σεβασμό και την εκτίμηση παγκοσμίως.

Παρ’ όλα αυτά, οι ηγεσίες της Ευρώπης άργησαν πολύ να στηρίξουν τους Έλληνες. Η μόνη ουσιαστική εκδήλωση επίσημης στήριξης ήρθε από την μικροσκοπική Δημοκρατία της Αϊτής -που είχε πρόσφατα διακηρύξει την ανεξαρτησία της- υπό την μορφή επιστολής του προέδρου της Ζαν-Πιερ Μπουαγιέ, στις 15 Ιανουαρίου 1822.

Θα ήταν λοιπόν τόσο άδικο όσο και μονόπλευρο το να σταθεί κανείς μόνον στο κίνημα του Ρομαντισμού ή στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα του αέρα της ελευθερίας που έπνεε τότε ανά τον κόσμο για να εξηγήσει το πώς η Ελληνική Επανάσταση απέκτησε την παγκόσμια σημασία της. Σίγουρα το παράδειγμα των προηγούμενων λαών, Αμερικής, Γαλλίας, Ιταλίας, Άγιου Δομίνικου[1], ήταν η ίσκα που πυροδότησε τον αγώνα των Ελλήνων. Όμως είναι γεγονός ότι οι Έλληνες προεπαναστατικά είναι ήδη ψυχικά έτοιμοι για την Επανάσταση, ή τουλάχιστον μία σημαντική μερίδα από αυτούς. 

Ήδη από τις αρχές του αγώνα και πριν από αυτόν, η φήμη του Αλέξανδρου Υψηλάντη έφερνε δέος στην σκέψη των ραγιάδων, αφού ακόμη και ο Δικταίος Παπαφλέσσας μεταχειρίστηκε τόσο πειστικά το όνομά του για να τους ξεσηκώσει.

Ένα μήνα αργότερα, στην Καλαμάτα, κοντά στο νοτιότερο άκρο της Πελοποννήσου, μία “Προειδοποίησις εις τας ευρωπαϊκάς αυλάς εκ μέρους του φιλογενούς αρχιστράτηγου τον σπαρτιατικών στρατευμάτων Πέτρου Μαυρομιχάλη και της Μεσσηνιακής Συγκλήτου”, διακήρυσσε πως “οι δυστυχείς Πελοποννήσιοι γραικοί είχαν πάρει τα όπλα εναντίον του ανυπόφορου ζυγού της Οθωμανικής τυραννίας” και συνεχίζει: “εις τοιαύτην όντες αθλίαν κατάστασιν στερημένοι από όλα τα δίκαιά μας, με μίαν γνώμην ομοφώνως απεφασίσαμεν να λάβωμεν τα άρματα και να ορμήσωμεν κατά των τυράννων”.

Είναι λοιπόν φανερό ότι από την πρώτη στιγμή η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν προορισμένη να αποτελέσει αποκλειστικά ελληνικό ζήτημα.

Ας μην ξεχνάμε τις περίφημες επιστολές της Μαντώς Μαυρογένους σαν “έκκληση προς τις κυρίες της Αγγλίας και της Γαλλίας” όπου δεν διστάζει να τις επιτιμήσει φανερά για το ότι ενώ εκείνες κάθονται αμέριμνες και διασκεδάζουν, όχι πολύ μακριά από τις χώρες τους ένας ολόκληρος λαός σκορπά αφειδώλευτα το αίμα του και τη ζωή του για την ελευθερία. 

Βλέπομε λοιπόν ότι οι Έλληνες θέλησαν αλλά και προσπάθησαν τα μέγιστα να εξασφαλίσουν με όποιον τρόπο μπορούσαν μία στήριξη -πρακτική και ηθική- από τους άλλους λαούς. Είναι και αυτός ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο η Επανάσταση δεν παρέμεινε στα στενά πλαίσια της Ελλάδας, αλλά εξαπλώθηκε παγκόσμια. 

Δεν πίστευαν όμως ποτέ οι επαναστατημένοι Έλληνες ότι με αφορμή την παγκόσμια αυτή διάσταση, με αφορμή την καθοριστική συμμετοχή των Αγγλογαλλικών ναυτικών δυνάμεων στο Ναυαρίνο όπου κατατρόπωσαν (είναι αλήθεια) τη ναυτική δύναμη του Ιμπραήμ, η Επανάσταση -αυτή η Επανάσταση- που τόσο είχαν ονειρευτεί όταν την ξεκινούσαν, δεν θα γινόταν ποτέ.

Για τους περισσότερους Έλληνες η συγκεκριμένη επανάσταση, ο “υπέρ πάντων αγών” ήταν το αποτέλεσμα όχι μόνον μιας στιγμιαίας έκρηξης ενάντια στον κατακτητή· ήταν η καταπιεσμένη φωνή τετρακοσίων χρόνων δουλείας, ήταν το παιδομάζωμα, το κρυφό σχολειό, η τρομοκρατία αιώνων, ο φόβος, ο θάνατος, ο εξευτελισμός.

Πόσο μπορούσαν οι ξένοι λαοί να συμμετέχουν ή ακόμη και να κατανοούν αυτήν την βουβή προετοιμασία αιώνων; Αυτήν την μάταιη προσδοκία όταν η Ελλάδα έπαιρνε το δρόμο μοναχή και όταν “τό να χτύπαε τ’ άλλο χέρι από την απελπισιά”;

Σίγουρα εμείς οι Έλληνες μυθοποιήσαμε την Ελληνική Επανάσταση όπως γράφουν σήμερα οι ξένοι ιστορικοί. Και σίγουρα οι πρόγονοί μας έκαναν πολλά λάθη. Ένα από αυτά, το μεγαλύτερο, ο εμφύλιος σπαραγμός. Και ακριβώς επειδή ο αγώνας πήρε παγκόσμιες διαστάσεις, το ίδιο παγκόσμιες διαστάσεις πήρε η φήμη της διχόνοιας ανάμεσα σε οπλαρχηγούς πρόκριτους και προσωρινές κυβερνήσεις.

 Όμως οι Έλληνες αγωνιστές έδειξαν το αληθινό τους πρόσωπο. Με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους. Και πάλι οι σύγχρονοι ιστορικοί παραδέχονται πως πίσω από κάθε επανάσταση κρύβεται και ένας εμφύλιος· χωρίς αυτό να είναι αφορμή για δικαιολογίες. Δικαιολογία δεν υπάρχει καμιά. Όμως μέσα από τον μύθο, γενιές μετά την Επανάσταση τίμησαν και σεβάστηκαν τον αγώνα. Η μορφή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, όσο κι αν προσπάθησαν να την σπιλώσουν κατά καιρούς, παραμένει αγέρωχη και μοναδική στη συνείδηση των νεοελλήνων. Όπως και του Παπαφλέσσα, του Πατριάρχη Γρηγορίου του Έ, της Μπουμπουλίνας, της Μαντώς, του Νικηταρά, του Οδυσσέα Ανδρούτσου, του Διάκου, του Καραϊσκάκη, του Μάρκου Μπότσαρη. 

Αλλιώς βλέπει ο Έλληνας του σήμερα την Επανάσταση. Αλλιώς ο Ευρωπαίος, αλλιώς ο Αμερικάνος ή ο Αυστραλός. Λαοί που ευημερούν, λαοί ισχυροί απέναντι σε λαούς ασθενέστερους, σπάνια κατανοούν τον τότε αγώνα αλλά και το μεγαλείο του. Σπάνια μπορούν να δουν την επανάσταση εκ των έσω. Κυρίως σαν παρατηρητές την αντιμετωπίζουν. Λιγότερο ή περισσότερο καλοπροαίρετοι εκφράζουν απόψεις, εκφέρουν γνώμες, παρατηρούν αφ’ υψηλού, επιπλήττουν, καμιά φορά θαυμάζουν, πιο συχνά κατακρίνουν. Πόσο πιο εύκολο είναι αυτό!

Μόνον αυτοί οι άνθρωποι που αυτόπτες μάρτυρες κινδύνεψαν τη ζωή τους μέσα στην φωτιά της Επανάστασης, μόνον αυτοί θα είχαν σήμερα την ικανότητα αλλά και το αναφαίρετο δικαίωμα να κρίνουν την “περίπτωση Ελλάς”.

Αλλά ας μην είμαστε τόσο απόλυτοι. Τον Μάιο του 1832 μία συνθήκη όρισε ότι ο πρίγκιπας Όθων, δευτερότοκος γιος του φιλέλληνα βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου του Α’, θα ήταν ο πρώτος βασιλιάς του νέου κράτους. Με την ίδια συνθήκη ορίστηκαν και τα σύνορα του βασιλείου του, που περιλάμβαναν μόνο την Πελοπόννησο, ένα τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας, που η έκτασή του δεν ήταν ούτε η μισή από εκείνη που έχει σήμερα η αντίστοιχη περιοχή, και τα κοντινά νησιά του Αιγαίου.

Θα χρειαστούν χρόνια αγώνων, δεκαετίες υπομονής, διαπραγματεύσεων και συνθηκών για να κερδηθούν τα εδάφη του σήμερα.

Κατά τα άλλα, (όπως αναφέρει ο Ρόντερικ Μπήτον), έμπρακτη αναγνώριση τόσων αιώνων αποτελεί το γεγονός ότι στις 25 Μαρτίου 2021 -παρότι ένα τρίτο κύμα της πανδημίας του Covid-19 σάρωνε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας- οι σημερινές κυβερνήσεις των χωρών Ρωσίας, Αγγλίας, Γαλλίας, εκπροσωπήθηκαν στην επίσημη παρέλαση στο κέντρο της Αθήνας από την αυτού Βασιλική Υψηλότητα τον πρίγκιπα της Ουαλίας, την Υπουργό Άμυνας της Γαλλίας και τον Πρωθυπουργό της Ρωσικής Ομοσπονδίας. 

Ουδέν σχόλιον. Μόνο ας θυμηθούμε κάποια στιγμή τα λόγια του Παλαμά: “Κάλλιο γλίστρα στο δρόμο τον δικό σου, παρά στο δρόμο του άλλου να ‘σαι ορθός”.

Αντουανέττα Στέκα - Ασωνίτου

15/10/2021