Skip to main content

Το Αϊβαλί στα χρόνια της Επανάστασης


Ειρήνης Π. Βεκρή

Πρόκειται να μιλήσω για το Αϊβαλί των παππούδων μου, για το πώς έφτασε να λάμπει στις αρχές του 19ου αι, πώς τιμωρήθηκε γι’ αυτήν τη λάμψη και πώς οι Αϊβαλιώτες  έδρασαν στα χρόνια της Επανάστασης. 

Πρώτα όμως, θέλω να μοιραστώ μαζί σας ένα ευχάριστο οικογενειακό μου γεγονός, τη γέννηση του εγγονού μου, του Παρασκευά, που γεννήθηκε στην Καλιφόρνια. Καθώς έφτασαν αμέσως οι φωτογραφίες και τα βιντεάκια, είδαμε ένα πλασματάκι, διπλοτυλιγμένο σε γαλάζια κουβέρτα, με ένα άσπρο μπαμπακερό σκουφί.  Μ’ αυτόν τον πρώτο σκούφο του μωρού μας, σκέφτηκα το γνωστό «από πού κρατά η σκούφια του». Γιατί η  σκούφια «κρατά», έχει «κράτος», δύναμη. Αυτός που κρατάει από κάπου, αισθάνεται δυνατός. Από την καταγωγή τους, πολλοί κληρονόμησαν προνόμια. Τα εγγόνια μου λοιπόν, κρατούν από το Αϊβαλί. Πόσα προνόμια τους χαρίζει αυτό το κομμάτι της σκούφιας τους; 

Να θυμίσω πρώτα κάτι, που στους περισσότερους είναι βέβαια γνωστό. Αϊβαλί και Κυδωνίες είναι η ίδια πολιτεία. Κυδωνίες είπαν τον τόπο τους, οι πρώτοι του κάτοικοι. Κι επειδή το κυδώνι στα τούρκικα το λένε αϊβά, τον είπαν και Αϊβαλί. Για τους γραμματιζούμενους ήταν Κυδωνίες. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο Βενέζης, ο Δούκας, ο Κόντογλου, ο Βαλσαμάκης, που έταξαν σκοπό της ζωής τους να προβάλλουν τον λαϊκό πολιτισμό της ιδιαίτερης πατρίδας τους, για να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη της, επέλεξαν να λέγονται Αϊβαλιώτες, γιατί αυτό το όνομα τους έκανε μοναδικούς. Κυδωνίες υπήρχαν πολλές. Απέκτησαν έτσι, τη δική τους πολιτιστική ταυτότητα.

Να πάω τώρα στο Αϊβαλί, σε μια από τις κορυφαίες στιγμές της ιστορίας του, που σχετίζεται με σκούφους. Όταν ο παπά  Ιωάννης Δημητρακέλλης, έφερε το φιρμάνι, τη διαταγή, που όριζε την πόλη αυτόνομη και αμιγώς ελληνική και παρουσιάστηκε στο λαό του Αϊβαλιού, είχε βγάλει το μαύρο σκούφο του παπά, που φορούσε μέχρι τότε, και είχε βάλει τη σκούφια τη βελούδινη του βοεβόδα, του διοικητή δηλαδή. Κι αυτή η σκούφια, μαζί με εκατό οπλισμένους καβαλάρηδες, έδωσαν στον κόσμο του Αϊβαλιού να καταλάβει, πως είχε αποκτήσει την ελευθερία του, αλλά και κυβερνήτη. 

Πώς ξεκίνησαν όμως όλα αυτά;  

Το Αϊβαλί στις αρχές του 16ου αιώνα, ήταν ένα ασήμαντο ψαροχώρι στα παράλια της Μικρασίας. Πίσω του είχε τρία βουνά. Μπροστά, τα Μοσχονήσια, που το έκρυβαν από αυτόν που ερχόταν από Δυτικά. Λέσβιοι ψαράδες, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας εγκαταστάθηκαν εκεί πρώτοι, για το φόβο των Οθωμανών και των πειρατών. Μ’ αυτούς ξεκίνησε η πολιτεία. 

Ανάμεσα σ’ εκείνους που ήρθαν νωρίς στο Αϊβαλί ήταν ο Δημητρός από τα Βασιλικά της Λέσβου, που αμέσως διακρίθηκε και κατάφερε να γίνει προύχοντας. Ο Ιωάννης, ο πρωτογιός του Δημητρού, ονομάστηκε Δημητρακέλλης και έγινε παπάς. Ονομάστηκε και Οικονόμος από το οφίκιο της Εκκλησίας. Ήταν σπουδαία, ηγετική προσωπικότητα. Διέθετε ευστροφία, διορατικότητα, διάκριση, φιλευσπλαχνία και φιλοπατρία. Το 1773, έσωσε, μετά την ρωσοτουρκική ναυμαχία στον Τσεσμέ, τον κατοπινό μεγάλο βεζίρη Χασάν Καραμαντάλογλου, που ήταν τότε δεύτερος στην ηγεσία του στόλου. Σε ανταπόδοση της ευεργεσίας αυτής και χάριν και άλλων σημαντικών γνωριμιών του, ο Ιωάννης κατάφερε να φέρει στην πολιτεία του το «φιρμάνι της αυτονομίας». 

Οι Αϊβαλιώτες τότε έσκυψαν πάνω στη γη τους. Η μεγάλη αγάπη τους ήταν η ελιά. Τους αγάπησε κι αυτή. Το Αϊβαλί έγινε πλούσια πολιτεία, μαγνήτης για εκείνους που ήθελαν να ανασάνουν από την καταπίεση τυράννων και να γλιτώσουν από τη μιζέρια. Ήρθαν όσοι ξέφυγαν απ’ τον Αλή Πασά κι οι Μοραΐτες από τις σφαγές και τις λεηλασίες των Αλβανών. Από Λέσβο, Λήμνο, Χίο, Σάμο, Κυκλάδες, Σποράδες, ακόμα και την Κρήτη. Οι δυσαρεστημένοι από τους Ενετούς Επτανήσιοι έφεραν τα ευρωπαϊκά τους πτυχία και το μισογραμμένο «Λίμπρο ντ' Όρο», που εμπλουτίστηκε με το αρχοντολόι του Αϊβαλιού. Ήρθαν και πλούσιοι έμποροι και βιομήχανοι, που ήθελαν να αναπτύξουν πιο καλά τις δουλειές τους. Στη νέα αιολική πατρίδα, κουβάλησε κάθε Έλληνας τις χάρες και τις συνήθειές του. Τις μπόλιασε καλά και σιωπηρά. Μπολιάστηκε κι ο ίδιος.

Ο παπά Ιωάννης Δημητρακέλλης κυβέρνησε για είκοσι χρόνια και για να κάνει το Αϊβαλί πολιτεία απόρθητη, έχτισε σχολεία. Επέβλεπε την πρόοδό τους κι έστελνε τους αριστούχους στην Εσπερία, για να γυρίσουν δάσκαλοι με γνώσεις, να ξυπνήσουν τον ραγιά, να αναστήσουν τον Έλληνα. Ως καθηγητές επέστρεψαν ο Βενιαμίν ο Λέσβιος, ο Γρηγόριος Σαράφης, ο Θεόφιλος Καΐρης, ο Ευστράτιος Πέτρου και ως τυπογράφος ο Κων/νος Τόμπρας. Μετά το θάνατο του Δημητρακέλλη, συνεχίζοντας το έργο του, οι Αϊβαλιώτες, ίδρυσαν την περίφημη Ακαδημία των Κυδωνιών. Η αγάπη και πίστη του Ιωάννη, που ήταν τα γράμματα, μεταδόθηκε στους Κυδωνιάτες κι έμεινε ζωντανή και μετά το θάνατό του, ενώ το όνομά του απαγορεύτηκε να αναφέρεται, από ζηλοφθονία και πολιτική αντιπαλότητα. Αναλογίζεται κανείς όμως, πως ο Δημητρακέλλης ήταν από τους πρώτους που εργάστηκαν για το έθνος. Γιατί όταν ο Κοραής, ξεκίνησε το έργο της εθνικής αφύπνισης, εκείνος είχε ήδη ιδρύσει σπουδαία σχολεία, που έγιναν στάχτη το 1821.

Το ολοκαύτωμα των Κυδωνιών του 1821 είναι ελάχιστα γνωστό, όπως και οι τύχες και η δράση των Αϊβαλιωτών, κυρίως γιατί τα αγνοεί η Ιστορία των σχολικών βιβλίων. Όμως, η άλλη Ιστορία έχει καταγράψει τα γεγονότα: 

Το 1818 ο Θεσσαλός Φιλικός Αριστείδης Παππάς ήρθε στο Αϊβαλί να βολιδοσκοπήσει αν οι κάτοικοι ήταν διατεθειμένοι, να αγνοήσουν το φιρμάνι της αυτονομίας τους και να αγωνιστούν με τους υπόλοιπους Έλληνες.  Οι Κυδωνιάτες που η πολιτεία τους προόδευε και γενικά περνούσαν καλά, δεν αδιαφόρησαν για την Ελλάδα κι ας μην είχε πάρει ακόμα κανένα σχήμα και κανένα σύνορο. Αποδείχτηκε όμως, πως ήταν αποφασισμένοι να αγωνιστούν με τους Έλληνες. Και μέχρι το 1821, στις Κυδωνίες οι Φιλικοί έφτασαν τους  τετρακόσιους. Πολύ μεγάλος ο αριθμός, για μια πόλη, αν αναλογιστούμε πως όλοι οι Φιλικοί έφταναν στις δέκα χιλιάδες. 

Όταν οι Έλληνες το Μάιο του 1821 πυρπόλησαν το τούρκικο δίκροτο στην Ερεσό, οι Τούρκοι στις 3 Ιουνίου, κατέκαψαν το Αϊβαλί.  Ο λόγος που διάλεξαν τις Κυδωνίες, για τα αντίποινα δεν ήταν μόνο το ότι από την πλούσια πολιτεία, φορτώνονταν  όπλα και πολεμοφόδια για την Πελοπόννησο, αλλά κυρίως ο φθόνος και ο φόβος των Τούρκων, λόγω της Ακαδημίας, που ήταν φορέας των ιδεών του Διαφωτισμού και της αυτογνωσίας των Ελλήνων. 

Μετά την πυρπόληση του δίκροτου, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν  ενισχύσεις, έξω από τις Κυδωνίες. Γέμισε ατάκτους η περιοχή, που περίμεναν να πέσουν στο Αϊβαλί  για πλιάτσικο. Οι εύποροι, που είχαν τη δυνατότητα, έφυγαν για τη Λέσβο, τα Μοσχονήσια, όπου μπορούσαν. Έμειναν διακόσια πενήντα  παλικάρια, της πολιτοφυλακής, με αρχηγό το Γεώργιο Σάλτα. Έστησαν ταμπούρια και παράλληλα, για να καθησυχάσουν τις υποψίες των Τούρκων, έστειλαν τον προεστό Χατζηθανάση στους Τούρκους στην Πέργαμο, να τους πείσει να ανακαλέσουν τα άτακτα τουρκικά σώματα. Αλλά αυτοί ζήτησαν σαράντα χιλιάδες γρόσια, στρατιωτική εισφορά για τον πόλεμο του Σουλτάνου. Όμως, οι πλούσιοι είχαν φύγει, το ποσό δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Απάντησαν με το αντίστοιχο του «μολών λαβέ»: «Πέστε στον πασά, πως δεν υπάρχουν γρόσια. Αν κτυπήσει θα τον πολεμήσουμε!». 

Άρχισε προετοιμασία πολέμου. Ο Γιώργιος Σάλτας, ο Δημήτριος Οικονόμου, οι αδελφοί Πίσσα, ο Δημήτριος Καπανδάρος, με τα παλικάρια τους, ταμπουρώθηκαν από ψηλά στον Ταξιάρχη, μέχρι το γιαλό, όπου  ο Άγγελος Ζωντανός με πενήντα νοματαίους προστάτευε τους άμαχους που έφευγαν με ό,τι πλεούμενα υπήρχαν και τη βοήθεια των Ψαριανών. Κάποια στιγμή, ο Τόμπρας, ο τυπογράφος, ζήτησε σκαμπαβίες για τον εξοπλισμό του τυπογραφείου. Μόλις φάνηκαν αυτές οι βάρκες, άρχισαν οι Τούρκοι, κρυμμένοι γύρω από την πόλη, να πυροβολούν. 

Οι Αϊβαλιώτες, που τους βοηθούσαν Ψαριανοί και Σπετσιώτες, πολέμησαν γενναία τους τακτικούς και τους άτακτους Τούρκους, που έκαναν τότε γιουρούσι.  Και ενώ οι υπερασπιστές του Αϊβαλιού αντιστέκονταν, οι Τούρκοι έσφαξαν και λεηλάτησαν κι άρχισαν να φεύγουν. Όμως, τους υποσχέθηκε πλούσιο πλιάτσικο ο αρχηγός τους και ξαναγύρισαν. Τότε έβαλαν τη φωτιά, που αμέσως εξαπλώθηκε. Οι Τούρκοι υποχώρησαν πάλι. Είπαμε πως το Αϊβαλί ήταν το βασίλειο της ελιάς. Είχε ελιές, ελαιοτριβεία, σαπωνοποιία, συσκευαστήρια, αποθήκες, ξυλεία και κάρβουνα. Αυτός ο πλούτος ήταν και ο λόγος της γενικής εξάπλωσης της πυρκαγιάς.

Στη μάχη των Κυδωνιών υπήρξαν πάνω από 1500 Τούρκοι νεκροί και άγνωστος αριθμός τραυματιών. Οι Έλληνες είχαν 150 νεκρούς. Ανάμεσά τους ο Γεώργιος Σάλτας.  

Εκατοντάδες Αϊβαλιωτών μετά, ενώθηκαν με μπουλούκια και τον τακτικό στρατό των Επαναστατημένων Ελλήνων. Δεν αποτέλεσαν ενιαίο στρατιωτικό σώμα. Αγωνίστηκαν διεσπαρμένοι στον στρατό ξηράς, το στόλο, στα πυρπολικά, σε πολιτικές έδρες και σε ομάδες. Οι περισσότεροι στρατηγοί, οπλαρχηγοί και καπεταναίοι, είχαν υπό τις διαταγές τους Αϊβαλιώτες. Αναφέρω μερικούς που έλαβαν μέρος σε μάχες:

Ο Γαβριήλ και ο Εμμανουήλ Αμμανίτης, με το Μαυροκορδάτο, ο Χατζή Αποστόλης, υπό τον Γιατράκο, Γεώργιος Χ. Αθανασίου, Ιωάννης Εκλεκτός, Νικόλαος Σκορδομπέκης. Ο Άγγελος Ζωντανός έπεσε στη Μάχη του Πέτα, ο Δημήτριος Καπανδάρος επικεφαλής 300 συμπατριωτών του πολέμησε τον Δράμαλη. Οι πέντε Αδελφοί Πίσσα: Ο Υποστράτηγος Ευστράτιος Πίσσας, υπό τον Μπαλέστρα και τον Φαβιέρο. Στην πολιορκία της Ακρόπολης, οι Αθανάσιος και Δημήτριος. Ο Νικόλαος έπεσε στο Άργος και ο Παναγιώτης Πίσσας, λοχαγός του Φαβιέρου, έπεσε στην Κάρυστο. Ο Δημήτριος και Εμμανουήλ Σαλτέλης ακολούθησαν τον Μιαούλη. Ο Ιωάννης Σαλτέλης στο φρούριο των Ψαρών έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη, σαν άλλος Σαμουήλ. Ο Δημήτριος Τζίτζιρας έπεσε στην Ακρόπολη των Αθηνών, εφορμώντας πρώτος. Μαζί ήταν 100 Αϊβαλιώτες με τον Κριεζώτη.   

Ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης κατέφυγε στο Ναύπλιο. Στην άλωση του Παλαμηδιού ήταν υπό τον Σταϊκόπουλο. Ο Δημήτριος και ο πατέρας του σχεδίασαν την εκπόρθηση. Ο Δημήτριος ήταν εκείνος που πάτησε πρώτος στο Παλαμήδι. Σε τρεις ντάπιες σκαρφάλωσε κι άνοιξε τις πόρτες να μπουν τριακόσιοι άνδρες. Τρία χρόνια μετά, ακόμα ζητούσε τα προς το ζην, μια τιμή και μιαν ανταμοιβή, αν και του είχε τάξει ο καπετάνιος του πολλά,  για να σκαρφαλώσει στα τείχη…

Σημαντικό ρόλο έπαιξαν στην Επανάσταση και οι γνώσεις τυπογραφίας των Αϊβαλιωτών. Ο σπουδαστής της Ακαδημίας, Κωνσταντίνος Τόμπρας, με παρότρυνση του  Αμβρόσιου Διδότου, του μεγάλου οίκου τυπογράφων και εκδοτών, πήγε στο Παρίσι και το 1819 γύρισε, φέρνοντας μαζί του γνώσεις τυπογραφίας, μηχανήματα και ελληνικά τυπογραφικά στοιχεία. Έτσι έστησε στις Κυδωνίες το πρώτο Ελληνικό τυπογραφείο, που μόνο δύο χρόνια πρόλαβε να λειτουργήσει. Κάηκε, στην ίδια τύχη με την Ακαδημία, τη βιβλιοθήκη, τα εργαστήρια με τα όργανα φυσικής, χημείας, αστρονομίας, τα νοσοκομεία, τα σχολεία, τις εκκλησιές όλες, τα σπίτια και το «φιρμάνι της αυτονομίας».

Όταν ο Δημήτριος Υψηλάντης έφτασε στην Ύδρα, ως υπεύθυνος για την προετοιμασία της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, είχε φέρει μαζί του ένα μικρό τυπογραφικό πιεστήριο και αμέσως, αφού δεν υπήρχε άλλος, έφερε τον Κωνσταντίνο Τόμπρα από τα Ψαρά, που έστησε στην Καλαμάτα το πρώτο σε  Ελληνικό έδαφος τυπογραφείο. Εκεί τυπώθηκε η πρώτη εφημερίδα «Ελληνική Σάλπιγξ», την 1η  Αυγούστου 1821. Ο Τόμπρας εκτύπωσε απαραίτητες για το Έθνος εκδόσεις, όπως το πρώτο «Σύνταγμα» και πολλά άλλα σημαντικά έγγραφα.

Από τους Αϊβαλιώτες πρέπει ακόμα να αναφερθούν  εκείνοι  που έδρασαν σε πολιτικές θέσεις, αλλά και οι γραμματιζούμενοι της Ακαδημίας, που ίδρυσαν τα πρώτα σχολεία και δίδαξαν στη Θεσσαλονίκη, Ίμβρο, Κύπρο, Πελοπόννησο, Λέσβο, Σμύρνη, Ανατολική Ρωμυλία, Τήνο, Ψαρά, Άνδρο και Αμοργό.

Μίλησα για τους Κυδωνιάτες. Οι Κυδωνιάτισσες, δεν έμειναν πίσω. Αυτές είχαν βγει από τα σπίτια τους, τα καλά τους, τις σοδιές, την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη τους και ήρθαν οι πιο πολλές χήρες, ορφανές,  αμάθητες, με οικογένειες να αναστήσουν. Ανάμεσά τους ήταν η Πανωραία Χατζηκώστα Αϊβαλιώτη. Είχε μείνει χωρίς νου η Πανωραία, χωρίς ζωή, όταν οι Τούρκοι έσφαξαν τα τέσσερα παιδιά και τον άντρα της, μέχρι που κάποιος ακούμπησε στην αγκαλιά της ένα μωρό που βρέθηκε πεταμένο. Το μωρό, που την άγγιξε, την ξαναέφερε στη ζωή. Ύστερα συναντήθηκε με τον διδάσκαλο του γένους Βενιαμίν Λέσβιο και έγινε βοηθός του, για να τον  φροντίζει. Κατέληξαν στο Ναύπλιο.  Εκεί η Πανωραία μάζευε τα ορφανά των  δρόμων και τους έδινε οικογένεια. Όταν αρρώστησε και πέθανε ο προστάτης τους ο Βενιαμίν, το 1824, για να ζήσει τα δώδεκα παιδιά που είχε υιοθετήσει, η Πανωραία ξενόπλενε και ζητιάνευε. Αυτή όμως η ζητιάνα έκρυβε μέσα της την αρχόντισσα του Αϊβαλιού. Είναι γνωστό το γεγονός του 1826 στο Ναύπλιο, στον έρανο για το μαχόμενο Μεσολόγγι. Ενώ κανείς δεν πλησίαζε το τραπέζι του εράνου, η χήρα Χατζηκώσταινα ακούμπησε ένα ασημένιο δαχτυλίδι και ένα γρόσι στο τραπέζι της ερανικής επιτροπής. Κάποιος φώναξε τότε: «Δέστε, η πλύστρα Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της». Το φιλότιμο γέμισε ύστερα το τραπέζι γρόσια και χρυσαφικά. Κι αργότερα, όταν ο Καποδίστριας ίδρυσε το ορφανοτροφείο, η πλύστρα Πανωραία προσφέρθηκε γριά πια και με σαλεμένο νου, να πλένει τα ρούχα των ορφανών, χωρίς αμοιβή.    

Οι Αϊβαλιώτες που είχαν αναγκαστεί να φύγουν από την λεηλατημένη πολιτεία τους που καιγόταν, στη μαχόμενη Ελλάδα ξεδίπλωσαν την αλληλεγγύη, την πίστη στο κοινό συμφέρον, την ανθρωπιά, όλο το μεγαλείο της ψυχής τους.

Αλλά τότε τα προβλήματα ήταν πολλά. Ο εμφύλιος, ο διαχωρισμός σε «αυτόχθονες» και «ετερόχθονες» και λόγοι διπλωματικοί, δεν επέτρεψαν στην Ελλάδα να καταλάβει, να αναγνωρίσει και να ανταποκριθεί στην προσφορά των Αϊβαλιωτών. Χαρακτηριστικό είναι το παράπονο του Δημητρίου Μοσχονησιώτη, που έχω ήδη αναφέρει και υπάρχει στα Αρχεία του Κράτους. Το ότι ο Μικρασιάτης ήρωας δεν είχε λάβει αυτά που του είχαν υποσχεθεί ήταν μεν άδικο, αλλά λογικό, αφού ως πρόσφυγας, δεν είχε στο Ναύπλιο γνωριμίες, ούτε πολιτικά ή στρατιωτικά στηρίγματα. Φυσικό ήταν να τον αγνοούν και να μην τον περιλαμβάνουν στις προαγωγές του Υπουργείου…

Στην Γ’ Εθνοσυνέλευση συζητήθηκε και το προσφυγικό. Ο Καποδίστριας είπε ότι οι πρόσφυγες θα έπρεπε να επιστρέψουν στις Κυδωνίες, γιατί η Πύλη θα παραπονιόταν στους συμμάχους, ότι η Ελληνική Κυβέρνηση υπερασπίζεται υπηκόους που ανήκουν στην οθωμανική δικαιοδοσία. Έτσι οι Αϊβαλιώτες παρέμειναν στην Οθωμανική Δικαιοδοσία, μέχρι το 1922, όταν διώχτηκαν κι από εκεί.

Στην Ελλάδα έμειναν, μετά την Επανάσταση, περίπου τέσσερις χιλιάδες Κυδωνιάτες, κυρίως οι μορφωμένοι στις δημόσιες υπηρεσίες. Οι υπόλοιποι επέστρεψαν, με σιωπηρή συγκατάθεση του Σουλτάνου, στην ερειπωμένη τους πατρίδα. Κάποιοι είχαν αρχίσει να επιστρέφουν παράνομα από το 1825. Έχτισαν τότε την πολιτεία τους ξανά. Μετά από 10 χρόνια προσφυγιάς και αγώνα, οι Αϊβαλιώτες επέστρεψαν  στο Αϊβαλί, υπερήφανοι για το ότι είχαν προσφέρει τα πάντα για την Ελλάδα.

Για να σας μιλήσω για τη χαμένη πατρίδα, συμβουλεύτηκα πολύ και το εξαιρετικό βιβλίο της Άννας Παναγιωταρέα με τίτλο «Όταν οι αστοί έγιναν πρόσφυγες», το οποίο τελειώνει με τούτα τα λόγια: 

«Από την τέταρτη γενιά, που θα μετράει ήδη πίσω της δύο γενιές προγόνων γεννημένων στην Ελλάδα, αρχίζουν οι χαμένες γενιές, των χαμένων πατρίδων. Η μνήμη των Κυδωνιών, αν αφεθεί μόνον στην προφορική ιστορία, θα σβήνει με την αυγή της πέμπτης γενιάς. Τότε θα συμπληρώνονται και τα εκατό χρόνια από το 1922».  

Έχουμε φτάσει στο σημείο αυτό.

Στα εγγόνια μου, την Ανθούλα και την Ειρήνη και τον νεογέννητο Παρασκευά με το σκούφο, αφιερώνω την αναδρομή αυτή στην ιστορία, ελπίζοντας πως κάποτε θα θελήσουν να τη διαβάσουν, γιατί ως πέμπτη γενιά Αϊβαλιωτών, οφείλουν να ξέρουν. Αυτό το κομμάτι της σκούφιας τους από το Αϊβαλί τους χαρίζει ανθρωπιά, αγάπη για την πατρίδα, αγάπη για τα γράμματα και τις τέχνες, περηφάνεια, θάρρος, δημιουργικότητα, γενναιότητα, αλληλεγγύη, πίστη στο κοινό συμφέρον, υπομονή και αντοχή. 

 Σας ευχαριστώ που είχατε  την καλοσύνη και την υπομονή να με ακούσετε.