Το απόγευμα της ζωής
Ο Χρήστος Μαλεβίτσης (1927-1997) ήταν κορυφαίος στοχαστής, συγγραφέας - δοκιμιογράφος και το πολυσχιδές έργο του αποτελεί τομή στη συνείδηση της εποχής μας. Ο διεισδυτικός στοχαστικός του λόγος, άλλοτε επιβλητικός ή τραγικός, άλλοτε καθοδηγητικός ή παρηγορητικός, αποτυπώνεται σε όλα τα γραπτά του τα οποία αναδεικνύουν την αρτιότητα της ελληνικής γλώσσας και χαρακτηρίζονται από εκφραστική δύναμη και λυρισμό.
Δείγμα της στοχαστικής του γραφής αποτελεί (και) το σπουδαίο κείμενό του με τον τίτλο Ο λόγος του απογεύματος[Μαλεβίτση Χρήστου, Η Παιδεία του ανθρώπου / Ο νεοελληνικός λόγος, Άπαντα Χρήστου Μαλεβίτση 10, εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, 2012, σ.178-183] από το οποίο αξίζει να παρατεθούν, ενδεικτικά, τα παρακάτω σύντομα αποσπάσματα:
«Μέ τό ἔργο μας στόν κόσμο γεμίζουμε τή μνήμη μέ μαργαριτάρια πού θά μᾶς δείξουν τόν δρόμο νά βγοῦμε ἀπό τό δάσος τῆς ὐπάρξεως στό ξάγναντο τῆς αἰωνιότητας. Τό ἔργο (μας) ὅμως - γιά νά μήν καταποθεῖ ἀπό τό μηδέν - χρειάζεται νά καμινευθεῖ στούς κλιβάνους τῆς ὀντολογικῆς μνήμης· ἔτσι θά καταστεῖ ἀνώλεθρο εἰς τόν αἰώνα.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι προορισμένος νά πράξει ἔργο κατά τό μεσημέρι τῆς ζωῆς του ἀλλά τό ἔργο τοῦ μεσημεριοῦ τῆς ζωῆς εἶναι δισήμαντο∙ ἀφενός ἐκτιμᾶται ἀπό τήν ἐργώδη κοινωνία κι ἀφετέρου ἔχει σημασία μεταφυσική. Εἶναι σαφές ὅτι θά πρέπει νά δοθεῖ ἔμφαση κυρίως στό ἔργο μέ τή δεύτερη σημασία του ἀφοῦ ὅλο τό ἔργο πού γίνεται στόν κόσμο θά διασωθεῖ μέσα στή μνήμη τοῦ Θεοῦ· καί μπροστά στόν Θεό πρέπει νά παρουσιαστεῖς ἑτοιμασμένος.
Ὅλες αὐτές οἱ σκέψεις βεβαίως ἀνήκουν στόν λόγο τοῦ ἀπογεύματος τῆς ζωῆς. Διότι τό κεραμικό σκεῦος τό παρασκευάζεις κατά τό μεσημέρι τῆς ζωῆς καί τό ψήνεις κατά τό ἀπόγευμα τῆς ζωῆς - ἐπειδή τό φῶς τοῦ ἀπογεύματος τῆς ζωῆς εἶναι ἀποκαλυπτικό· ἀποκαλύπτει τή μεταφυσική διάσταση αὐτοῦ πού συνέβη κατά τήν ἐργώδη ὥρα τοῦ μεσημεριοῦ. Σέ λίγες μόνο στιγμές πυκνώνεται τό νόημα τῆς ἱστορίας.
Κατά τό μεσημέρι τῆς ζωῆς παρασκευάζεται ἡ γνώση. Κατά τό ἀπόγευμα τῆς ζωῆς παρασκευάζεται ἡ σοφία. Δέν μπορεῖ νά ὁλοκληρωθεῖ τό θαῦμα τῆς ζωῆς, χωρίς τή σοφία. Ἐπειδή εἶναι ὄνειδος, νά φύγεις ἀπό τόν κόσμο χωρίς νά γνωρίζεις γιατί ἦρθες, γιά ποιό λόγο ἔζησες, νά μήν ἀναζητήσεις τό νόημα, νά μή σταθεῖς ἐνεός καί σύννους πρό τοῦ ἀπερινοήτου φαινομένου τῆς παρουσίας σου στόν κόσμο γιά μιά σπιθαμή χρόνου μέσα στήν ἀτελεύτητη αἰωνιότητα. Τοῦτες εἶναι καταστάσεις τοῦ ἀπογεύματος πού καθίστανται ὁλοένα καί περισσότερο ἐπείγουσες, ὅσο πλησιάζει τό φάσμα τοῦ μηδενός. Διότι τό μέγιστο συμβάν μέσα στή διαδικασία τοῦ σύμπαντος εἶναι ἡ αὐτογνωσία τοῦ προσώπου.»